πρόσπλατος: Difference between revisions

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
(35)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[προσπελάζω]]<br />[[ευπρόσιτος]], [[προσιτός]].
|mltxt=-ον, Α [[προσπελάζω]]<br />[[ευπρόσιτος]], [[προσιτός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρόσπλᾱτος:''' -ον ([[προσπλάζω]]), [[προσιτός]], προσεγγίσιμος, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 21:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσπλᾱτος Medium diacritics: πρόσπλατος Low diacritics: πρόσπλατος Capitals: ΠΡΟΣΠΛΑΤΟΣ
Transliteration A: prósplatos Transliteration B: prosplatos Transliteration C: prosplatos Beta Code: pro/splatos

English (LSJ)

ον, (προσπίλναμαι)

   A approachable, ξένοις A.Pr.716 (Elmsl. for πρόσπλαστοι).

Greek (Liddell-Scott)

πρόσπλᾱτος: -ον, (προσπλάζω) προσιτός, τινι Αἰσχύλ. Πρ. 716· τὰ ἀντίγραφα ἔχουσι πρόσπλαστοι, ἀλλ’ ἴδε Δινδ.

French (Bailly abrégé)

c. πρόσπλαστος.
Étymologie: πρός, πελάω.

Greek Monolingual

-ον, Α προσπελάζω
ευπρόσιτος, προσιτός.

Greek Monotonic

πρόσπλᾱτος: -ον (προσπλάζω), προσιτός, προσεγγίσιμος, σε Αισχύλ.