πρόσφθογγος: Difference between revisions
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
(35) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α [[προσφθέγγομαι]]<br />αυτός που χρησιμεύει για [[προσφώνηση]], για χαιρετισμό («προσφθόγγοις δὲ χρεὼν αὐτὴν πάντας μύθοισι προσαυδᾱν», <b>Αισχύλ.</b>). | |mltxt=-ον, Α [[προσφθέγγομαι]]<br />αυτός που χρησιμεύει για [[προσφώνηση]], για χαιρετισμό («προσφθόγγοις δὲ χρεὼν αὐτὴν πάντας μύθοισι προσαυδᾱν», <b>Αισχύλ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πρόσφθογγος:''' -ον, [[προσφωνητικός]], [[χαιρετιστικός]], <i>μῦθοι πρόσφθογγοι</i>, λόγοι χαιρετιστικοί, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A addressing, saluting, μῦθοι π. words of salutation, A.Pers.153 (anap.); π. σοι νόστου βοά ib.935 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 786] anredend, begrüßend; προσφθόγγοις μύθοισι προσαυδᾶν Aesch. Pers. 149, vgl. 898.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσφθογγος: -ον, ὁ χρησιμεύων πρὸς πρόσφθεγξιν, χαιρετισμός, μῦθοι πρ., λόγοι χαιρετιστικοί, Αἰσχύλ. Πέρσ. 153· βοὰ πρ. σοι νόστου αὐτόθι 935.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui sert à adresser la parole ou à saluer.
Étymologie: προσφθέγγομαι.
Greek Monolingual
-ον, Α προσφθέγγομαι
αυτός που χρησιμεύει για προσφώνηση, για χαιρετισμό («προσφθόγγοις δὲ χρεὼν αὐτὴν πάντας μύθοισι προσαυδᾱν», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
πρόσφθογγος: -ον, προσφωνητικός, χαιρετιστικός, μῦθοι πρόσφθογγοι, λόγοι χαιρετιστικοί, σε Αισχύλ.