πρωτείο: Difference between revisions
From LSJ
(35) |
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / πρωτεῑον, Ν ΜΑ<br />η πρώτη [[θέση]], η [[υπεροχή]] («τὴν πόλιν δ' ἥ προειστήκει τῶν Ἑλλήνων [[τέως]] καὶ τὸ πρωτεῑον εἶχε», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b | |mltxt=το / πρωτεῑον, Ν ΜΑ<br />η πρώτη [[θέση]], η [[υπεροχή]] («τὴν πόλιν δ' ἥ προειστήκει τῶν Ἑλλήνων [[τέως]] καὶ τὸ πρωτεῑον εἶχε», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> τα [[πρωτεία]]<br /><b>μτφ.</b> [[πρωτοκαθεδρία]], [[δεσπόζουσα]] [[θέση]], κυρίαρχη [[γνώμη]], τα σκήπτρα («θέλει να κατέχει τα [[πρωτεία]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «παπικό [[πρωτείο]]»<br /><b>εκκλ.</b> η [[θεωρία]] που αναπτύχθηκε από τον 5ο μ. Χ. αιώνα στη [[Ρώμη]] για την εξαιρετική [[αυθεντία]] του πάπα σε ολόκληρη την Εκκλησία και η οποία αποδοκιμάστηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ανατολής και υπήρξε η κύρια [[αιτία]] του σχίσματος<br /><b>μσν.</b><br /><b>στον πληθ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) οι αρχηγοί, οι ηγέτες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>συν. στον πληθ.</b> το πρώτο [[βραβείο]] σε αγώνα, το [[αριστείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρῶτος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εῖον</i>, πιθ. μέσω του ρ. [[πρωτεύω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:30, 14 January 2019
Greek Monolingual
το / πρωτεῑον, Ν ΜΑ
η πρώτη θέση, η υπεροχή («τὴν πόλιν δ' ἥ προειστήκει τῶν Ἑλλήνων τέως καὶ τὸ πρωτεῑον εἶχε», Δημοσθ.)
νεοελλ.
1. στον πληθ. τα πρωτεία
μτφ. πρωτοκαθεδρία, δεσπόζουσα θέση, κυρίαρχη γνώμη, τα σκήπτρα («θέλει να κατέχει τα πρωτεία»)
2. φρ. «παπικό πρωτείο»
εκκλ. η θεωρία που αναπτύχθηκε από τον 5ο μ. Χ. αιώνα στη Ρώμη για την εξαιρετική αυθεντία του πάπα σε ολόκληρη την Εκκλησία και η οποία αποδοκιμάστηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ανατολής και υπήρξε η κύρια αιτία του σχίσματος
μσν.
στον πληθ. (για πρόσ.) οι αρχηγοί, οι ηγέτες
μσν.-αρχ.
συν. στον πληθ. το πρώτο βραβείο σε αγώνα, το αριστείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρῶτος + κατάλ. -εῖον, πιθ. μέσω του ρ. πρωτεύω.