αυθεντία

From LSJ

Greek Monolingual

η (AM αὐθεντία) αυθέντης
νεοελλ.
1. το αναμφισβήτητο κύρος σε κάποιον τομέα της επιστήμης ή της τέχνης
2. αυτός που διαθέτει το αναμφισβήτητο κύρος, ο κατεξοχήν ειδικός
μσν.
1. το αξίωμα του «αυθέντου»
2. η τάξη των αρχόντων
3. η περιοχή στην οποία ασκεί την εξουσία του ο αυθέντης (πρβλ. και αφεντιά)
αρχ.
1. η απόλυτη κυριότητα
2. φρ. «αὐθεντίᾳ ἀποκτείνας» — αφού τον σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια.