πτολιπόρθης: Difference between revisions
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
(35) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br />ο [[πτολίπορθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[πτολίπορθος]], [[κατά]] τα αρσ. σε -<i>ης</i>]. | |mltxt=ὁ, Α<br />ο [[πτολίπορθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[πτολίπορθος]], [[κατά]] τα αρσ. σε -<i>ης</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πτολῐπόρθης:''' -ου, ὁ, = [[πτολίπορθος]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:28, 31 December 2018
English (LSJ)
A v. πτολίπορθος.
German (Pape)
[Seite 811] ὁ, = πτολίπορθος, Aesch. Ag. 459.
Greek (Liddell-Scott)
πτολῐπόρθης: -ου, ὁ, ἴδε πτολίπορθος.
French (Bailly abrégé)
ου;
destructeur de villes.
Étymologie: πτόλις, πέρθω.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ο πτολίπορθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του πτολίπορθος, κατά τα αρσ. σε -ης].
Greek Monotonic
πτολῐπόρθης: -ου, ὁ, = πτολίπορθος, σε Αισχύλ.