ῥεμβός: Difference between revisions
From LSJ
(36) |
(36) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br />η [[ρέμβη]], η άσκοπη [[περιπλάνηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του ρ. <i>ῥέμβομαι</i>]. | |mltxt=ὁ, Α<br />η [[ρέμβη]], η άσκοπη [[περιπλάνηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του ρ. <i>ῥέμβομαι</i>]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-όν, θηλ. και [[ῥεμβάς]], -[[άδος]], Α<br />αυτός που τριγυρίζει εδώ κι [[εκεί]], που περιπλανιέται άσκοπα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του ρ. <i>ῥέμβομαι</i>. <i>Ο</i> τ. [[ῥεμβάς]] με την κατάλ. τών θηλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]]. Παρλλ. [[προς]] το <i>ῥεμδός</i> απαντά και το επίθ. [[ῥεμβώδης]], επεκταμένο με κατάλ. -<i>ώδης</i>(<b>βλ.</b> και λ. [[ῥεμβώδης]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 29 September 2017
English (LSJ)
όν,
A roaming, roving, of a slave, prob. in BGU887.5, 16 (ii A.D.); of a lecturer on tour, Aristid.Or.33(51).28; ῥ. τῇ διανοίᾳ Antyll. ap. Orib.9.14.7; ψυχή M.Ant.2.17(v.l.).
German (Pape)
[Seite 837] sich herumdrehend, herumstreichend, Sp., wie M. Ant. 2, 17, ψυχή.
Greek (Liddell-Scott)
ῥεμβός: -όν, (ρέμβω) ὁ περιπλανώμενος, ψυχὴ Μ. Ἀντωνῖν. 2. 17, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
η ρέμβη, η άσκοπη περιπλάνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. ῥέμβομαι].
Greek Monolingual
-όν, θηλ. και ῥεμβάς, -άδος, Α
αυτός που τριγυρίζει εδώ κι εκεί, που περιπλανιέται άσκοπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. ῥέμβομαι. Ο τ. ῥεμβάς με την κατάλ. τών θηλ. -άς, -άδος. Παρλλ. προς το ῥεμδός απαντά και το επίθ. ῥεμβώδης, επεκταμένο με κατάλ. -ώδης(βλ. και λ. ῥεμβώδης)].