ρινηλατώ: Difference between revisions

From LSJ

ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν → physician, heal thyself | healer, heal thyself

Source
(36)
 
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ῥινηλατῶ, -έω, ΝΑ [[ῥινηλάτης]]<br />[[ανιχνεύω]] με τη [[μύτη]], [[ιχνηλατώ]] με την όσφρηση («τοὺς [[κύνας]] ἀφέντες ῥινηλατεῑν», Λόγγ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[προσπαθώ]] να μυριστώ, [[προσπαθώ]] να [[διακρίνω]], να εξιχνιάσω [[κάτι]] («[[ἴχνος]] κακῶν ῥινηλατούσῃ τῶν [[πάλαι]] πεπραγμένων», <b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=ῥινηλατῶ, -έω, ΝΑ [[ῥινηλάτης]]<br />[[ανιχνεύω]] με τη [[μύτη]], [[ιχνηλατώ]] με την όσφρηση («τοὺς [[κύνας]] ἀφέντες ῥινηλατεῖν», Λόγγ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[προσπαθώ]] να μυριστώ, [[προσπαθώ]] να [[διακρίνω]], να εξιχνιάσω [[κάτι]] («[[ἴχνος]] κακῶν ῥινηλατούσῃ τῶν [[πάλαι]] πεπραγμένων», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 08:40, 27 March 2021

Greek Monolingual

ῥινηλατῶ, -έω, ΝΑ ῥινηλάτης
ανιχνεύω με τη μύτη, ιχνηλατώ με την όσφρηση («τοὺς κύνας ἀφέντες ῥινηλατεῖν», Λόγγ.)
αρχ.
μτφ. προσπαθώ να μυριστώ, προσπαθώ να διακρίνω, να εξιχνιάσω κάτιἴχνος κακῶν ῥινηλατούσῃ τῶν πάλαι πεπραγμένων», Αισχύλ.).