ρινηλατώ

From LSJ

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source

Greek Monolingual

ῥινηλατῶ, -έω, ΝΑ ῥινηλάτης
ανιχνεύω με τη μύτη, ιχνηλατώ με την όσφρηση («τοὺς κύνας ἀφέντες ῥινηλατεῖν», Λόγγ.)
αρχ.
μτφ. προσπαθώ να μυριστώ, προσπαθώ να διακρίνω, να εξιχνιάσω κάτιἴχνος κακῶν ῥινηλατούσῃ τῶν πάλαι πεπραγμένων», Αισχύλ.).