ροώδης: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(36)
 
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ες / [[ῥοώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[ῥόος]] / <i>ῥοή</i>]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να ρέει, [[ρευστός]] («[[ροώδης]] [[μάζα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[θάλασσα]]) ο [[κυματώδης]], αυτός που ταράσσεται από ορμητικά ρεύματα («τὸ [[μάλιστα]] ῥοῶδες του πελάγους», <b>Αιλιαν.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[τοποθεσία]]) [[ανοιχτός]], εκτεθειμένος σε ισχυρά ρεύματα («τοὺς ῥοώδεις καὶ ἐπόμβρους τόπους», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> (για [[ασθένεια]]) α) αυτός που εκδηλώνεται με ρύσεις («ὀφθαλμίαι ῥοώδεις», Ιπποκρ.)<br />β) αυτός που προκαλεί εκκρίσεις, [[διάρροια]] («πυρετὸς [[ροώδης]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>4.</b> (για ασθενή) αυτός που πάσχει από [[διάρροια]] ή παθολογικές εκκρίσεις («γυναῑκας νοσερὰς καὶ ῥοώδεας», Ιπποκρ.)<br /><b>5.</b> (για καρπό δέντρου) αυτός που πέφτει [[προτού]] ωριμάσει. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ῥοωδῶς</i><br />με [[διάρροια]].———————— <b>(II)</b><br />-ῶδες, Α [[ῥόα]]<br />αυτός που μοιάζει με ρόα. με [[ρόδι]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ες / [[ῥοώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[ῥόος]] / <i>ῥοή</i>]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να ρέει, [[ρευστός]] («[[ροώδης]] [[μάζα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[θάλασσα]]) ο [[κυματώδης]], αυτός που ταράσσεται από ορμητικά ρεύματα («τὸ [[μάλιστα]] ῥοῶδες του πελάγους», <b>Αιλιαν.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[τοποθεσία]]) [[ανοιχτός]], εκτεθειμένος σε ισχυρά ρεύματα («τοὺς ῥοώδεις καὶ ἐπόμβρους τόπους», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> (για [[ασθένεια]]) α) αυτός που εκδηλώνεται με ρύσεις («ὀφθαλμίαι ῥοώδεις», Ιπποκρ.)<br />β) αυτός που προκαλεί εκκρίσεις, [[διάρροια]] («πυρετὸς [[ροώδης]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>4.</b> (για ασθενή) αυτός που πάσχει από [[διάρροια]] ή παθολογικές εκκρίσεις («γυναῑκας νοσερὰς καὶ ῥοώδεας», Ιπποκρ.)<br /><b>5.</b> (για καρπό δέντρου) αυτός που πέφτει [[προτού]] ωριμάσει. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ῥοωδῶς</i><br />με [[διάρροια]].<br /> <b>(II)</b><br />-ῶδες, Α [[ῥόα]]<br />αυτός που μοιάζει με ρόα. με [[ρόδι]].
}}
}}

Revision as of 11:50, 9 January 2019

Greek Monolingual

(I)
-ες / ῥοώδης, -ῶδες, ΝΑ ῥόος / ῥοή]
νεοελλ.
αυτός που έχει την ιδιότητα να ρέει, ρευστόςροώδης μάζα»)
αρχ.
1. (για θάλασσα) ο κυματώδης, αυτός που ταράσσεται από ορμητικά ρεύματα («τὸ μάλιστα ῥοῶδες του πελάγους», Αιλιαν.)
2. (για τοποθεσία) ανοιχτός, εκτεθειμένος σε ισχυρά ρεύματα («τοὺς ῥοώδεις καὶ ἐπόμβρους τόπους», Θεόφρ.)
3. (για ασθένεια) α) αυτός που εκδηλώνεται με ρύσεις («ὀφθαλμίαι ῥοώδεις», Ιπποκρ.)
β) αυτός που προκαλεί εκκρίσεις, διάρροια («πυρετὸς ροώδης», Γαλ.)
4. (για ασθενή) αυτός που πάσχει από διάρροια ή παθολογικές εκκρίσεις («γυναῑκας νοσερὰς καὶ ῥοώδεας», Ιπποκρ.)
5. (για καρπό δέντρου) αυτός που πέφτει προτού ωριμάσει.
επίρρ...
ῥοωδῶς
με διάρροια.
(II)
-ῶδες, Α ῥόα
αυτός που μοιάζει με ρόα. με ρόδι.