σαματατζής: Difference between revisions
From LSJ
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
(36) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. σαματατζού, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί θόρυβο, ο [[θορυβοποιός]]<br /><b>2.</b> αυτός που επιδιώκει φιλονικίες, [[καβγατζής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σαματάς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τζής</i> ( | |mltxt=ο, θηλ. σαματατζού, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί θόρυβο, ο [[θορυβοποιός]]<br /><b>2.</b> αυτός που επιδιώκει φιλονικίες, [[καβγατζής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σαματάς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τζής</i> ([[πρβλ]]. [[πλακατζής]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:10, 11 May 2023
Greek Monolingual
ο, θηλ. σαματατζού, Ν
1. αυτός που προκαλεί θόρυβο, ο θορυβοποιός
2. αυτός που επιδιώκει φιλονικίες, καβγατζής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαματάς + κατάλ. -τζής (πρβλ. πλακατζής)].