σιδηροχάρμης: Difference between revisions
From LSJ
Menander, Monostichoi, 483
(37) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br />(για άλογα) αυτός που μάχεται φορώντας σιδερένιο θώρακα<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> αυτός που βαδίζει καμαρωτά φορώντας σιδερένιο θώρακα<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[μαχητικός]], [[φιλοπόλεμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[χάρμης]] (<span style="color: red;"><</span> [[χάρμη]] <span style="color: red;"><</span> [[χαίρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>χαλκο</i>-[[χάρμης]]]. | |mltxt=ὁ, Α<br />(για άλογα) αυτός που μάχεται φορώντας σιδερένιο θώρακα<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> αυτός που βαδίζει καμαρωτά φορώντας σιδερένιο θώρακα<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[μαχητικός]], [[φιλοπόλεμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[χάρμης]] (<span style="color: red;"><</span> [[χάρμη]] <span style="color: red;"><</span> [[χαίρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>χαλκο</i>-[[χάρμης]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σῐδηροχάρμης:''' -ου, ὁ, αυτός που μάχεται με (ή πιθ. βρίσκει υπερβολική [[ευχαρίστηση]] στα) σιδερένια όπλα, επίθ. για πολεμικά σιδερόφρακτα άλογα, σε Πίνδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A fighting (or perhaps exulting) in iron, epith. of mailed war-horses, Pi.P.2.2; cf. χαλκοχάρμης.
German (Pape)
[Seite 880] ὁ, in Eisen kämpfend, Beiw. der gepanzerten Kampfrosse, Pind. P. 2, 2.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηροχάρμης: -ου, ὁ, ὁ μαχόμενος (ἢ ἴσως ὁ γαυριῶν) ἐν τῷ σιδήρῳ, ἐπὶ τεθωρακισμένων ἵππων, φιλοπόλεμος, Πινδ. Π. 2. 4· πρβλ. χαλκοχάρμης.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(για άλογα) αυτός που μάχεται φορώντας σιδερένιο θώρακα
2. πιθ. αυτός που βαδίζει καμαρωτά φορώντας σιδερένιο θώρακα
3. (κατ' επέκτ.) μαχητικός, φιλοπόλεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -χάρμης (< χάρμη < χαίρω), πρβλ. χαλκο-χάρμης].
Greek Monotonic
σῐδηροχάρμης: -ου, ὁ, αυτός που μάχεται με (ή πιθ. βρίσκει υπερβολική ευχαρίστηση στα) σιδερένια όπλα, επίθ. για πολεμικά σιδερόφρακτα άλογα, σε Πίνδ.