σήσαμο: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
(37)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[σήσαμον]], Ν ΜΑ, και λακων. τ. [[σάἁμον]], και δωρ. τ. [[σάσαμον]], Α<br />το [[σουσάμι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[σπόρος]] ή ο [[καρπός]] του σησάμου, της σουσαμιάς, το [[σουσάμι]] («σπείροντες μελίνην καὶ [[σήσαμον]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[σουσαμόλαδο]] («ἀλείφεσθαι ἐκ τοῡ σησάμου», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ σήσαμα</i><br />το [[μέρος]] της αγοράς όπου πωλείται [[σουσάμι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[σήσαμον]] τὸ [[ἄγριον]]» — το [[φυτό]] [[κίκι]], [[ρίκινος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δάνεια λ. σημιτικής προέλευσης, <b>πρβλ.</b> τα: ακκαδ. <i>šamaššammu</i>(<i>m</i>), εβρ. <i>šumšon</i>, χεττιτ. <i>šam</i>(<i>m</i>)<i>am</i>(<i>m</i>)<i>a</i>. Η λ. απαντά ήδη στην Μυκηναϊκή (<b>πρβλ.</b> μυκην. <i>sasama</i>)].
|mltxt=το / [[σήσαμον]], Ν ΜΑ, και λακων. τ. [[σάἁμον]], και δωρ. τ. [[σάσαμον]], Α<br />το [[σουσάμι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[σπόρος]] ή ο [[καρπός]] του σησάμου, της σουσαμιάς, το [[σουσάμι]] («σπείροντες μελίνην καὶ [[σήσαμον]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[σουσαμόλαδο]] («ἀλείφεσθαι ἐκ τοῦ σησάμου», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ σήσαμα</i><br />το [[μέρος]] της αγοράς όπου πωλείται [[σουσάμι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[σήσαμον]] τὸ [[ἄγριον]]» — το [[φυτό]] [[κίκι]], [[ρίκινος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δάνεια λ. σημιτικής προέλευσης, <b>πρβλ.</b> τα: ακκαδ. <i>šamaššammu</i>(<i>m</i>), εβρ. <i>šumšon</i>, χεττιτ. <i>šam</i>(<i>m</i>)<i>am</i>(<i>m</i>)<i>a</i>. Η λ. απαντά ήδη στην Μυκηναϊκή (<b>πρβλ.</b> μυκην. <i>sasama</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 13:00, 15 February 2019

Greek Monolingual

το / σήσαμον, Ν ΜΑ, και λακων. τ. σάἁμον, και δωρ. τ. σάσαμον, Α
το σουσάμι
μσν.-αρχ.
ο σπόρος ή ο καρπός του σησάμου, της σουσαμιάς, το σουσάμι («σπείροντες μελίνην καὶ σήσαμον», Ηρόδ.)
αρχ.
1. το σουσαμόλαδο («ἀλείφεσθαι ἐκ τοῦ σησάμου», Στράβ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σήσαμα
το μέρος της αγοράς όπου πωλείται σουσάμι
3. φρ. «σήσαμον τὸ ἄγριον» — το φυτό κίκι, ρίκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. σημιτικής προέλευσης, πρβλ. τα: ακκαδ. šamaššammu(m), εβρ. šumšon, χεττιτ. šam(m)am(m)a. Η λ. απαντά ήδη στην Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. sasama)].