σίτηση: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
(37) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[σίτησις]] -ήσεως, ΝΜΑ, και ερετρ. τ. [[σίτηρις]], Α [[σιτῶ]]<br />η [[παροχή]] ή η [[λήψη]] τροφής, η [[διατροφή]] (α. «έπρεπε να εξασφαλίσει τη [[σίτηση]] και τη [[διαμονή]] του» β. «τὴν τοιαύτην σίτησιν καὶ δίαιταν», <b>Πλάτ.</b><br />γ. «οὐκ ἐπὶ σιτήσι σπείρουσι τὸν | |mltxt=η / [[σίτησις]] -ήσεως, ΝΜΑ, και ερετρ. τ. [[σίτηρις]], Α [[σιτῶ]]<br />η [[παροχή]] ή η [[λήψη]] τροφής, η [[διατροφή]] (α. «έπρεπε να εξασφαλίσει τη [[σίτηση]] και τη [[διαμονή]] του» β. «τὴν τοιαύτην σίτησιν καὶ δίαιταν», <b>Πλάτ.</b><br />γ. «οὐκ ἐπὶ σιτήσι σπείρουσι τὸν σῖτον ἀλλ' ἐπὶ πρήσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[διατροφή]] που παρεχόταν δωρεάν σε άμισθους κρατικούς λειτουργούς και σε διάφορους πολίτες και ξένους [[τιμής]] ένεκεν (α. «τούτου τιμῶμαι ἐν πρυτανείῳ σιτήσεως», <b>Πλάτ.</b><br />β. «[[γέρα]]... δίδοται σίτησιν», Τιμοκλ.)<br /><b>2.</b> [[έδεσμα]], [[φαγητό]] («σίτησιν δὲ [[εἶναι]] κρέα ἑφθὰ [[πόμα]] [[γάλα]]», <b>Ηρόδ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:49, 6 February 2024
Greek Monolingual
η / σίτησις -ήσεως, ΝΜΑ, και ερετρ. τ. σίτηρις, Α σιτῶ
η παροχή ή η λήψη τροφής, η διατροφή (α. «έπρεπε να εξασφαλίσει τη σίτηση και τη διαμονή του» β. «τὴν τοιαύτην σίτησιν καὶ δίαιταν», Πλάτ.
γ. «οὐκ ἐπὶ σιτήσι σπείρουσι τὸν σῖτον ἀλλ' ἐπὶ πρήσι», Ηρόδ.)
αρχ.
1. η διατροφή που παρεχόταν δωρεάν σε άμισθους κρατικούς λειτουργούς και σε διάφορους πολίτες και ξένους τιμής ένεκεν (α. «τούτου τιμῶμαι ἐν πρυτανείῳ σιτήσεως», Πλάτ.
β. «γέρα... δίδοται σίτησιν», Τιμοκλ.)
2. έδεσμα, φαγητό («σίτησιν δὲ εἶναι κρέα ἑφθὰ πόμα γάλα», Ηρόδ.).