σιτοπράτης: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
(37)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Μ<br />[[σιτοπώλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> [[πράτης]] «[[πωλητής]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ἀρτο</i>-[[πράτης]])].
|mltxt=ὁ, Μ<br />[[σιτοπώλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> [[πράτης]] «[[πωλητής]]» ([[πρβλ]]. [[ἀρτοπράτης]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:05, 8 May 2023

German (Pape)

[Seite 886] ὁ, = σιτοπώλης, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτοπράτης: [ᾱ], -ου, ὁ, = σιτοπώλης, Ποιητὴς παρὰ Wernsd. εἰς Φιλῆν σ. 36, Τζέτζ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 536.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
σιτοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + πράτης «πωλητής» (πρβλ. ἀρτοπράτης)].