σιτιστός: Difference between revisions

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
(37)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [[σιτίζω]]<br />ο [[σιτευτός]], το [[θρεφτάρι]].
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [[σιτίζω]]<br />ο [[σιτευτός]], το [[θρεφτάρι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σῑτιστός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[σιτίζω]] = [[σιτευτός]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 01:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτιστός Medium diacritics: σιτιστός Low diacritics: σιτιστός Capitals: ΣΙΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: sitistós Transliteration B: sitistos Transliteration C: sitistos Beta Code: sitisto/s

English (LSJ)

ή, όν,= σιτευτός, Ev.Matt.22.4, J.AJ8.2.4, Ath.14.656e.

German (Pape)

[Seite 885] adj. verb. von σιτίζω, genährt, gefüttert, gemästet, ὄρνιθες Ath. XIV, 656 e.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτιστός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ σιτίζω, = σιτευτός, Ἀθήν. 656Ε, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κβ΄, 4, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 2, 4.

English (Strong)

from a derivative of σῖτος; grained, i.e. fatted: fatling.

English (Thayer)

σιτιστη, σιτιστον (σιτίζω, to feed with grain, to fatten), fattened (plural τά σιτία as substantive, A. V. fatlings), Josephus, Antiquities 8,2, 4; Athen. 14, p. 656e.)

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ σιτίζω
ο σιτευτός, το θρεφτάρι.

Greek Monotonic

σῑτιστός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του σιτίζω = σιτευτός, σε Καινή Διαθήκη