σκάλαυθρον: Difference between revisions

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
(37)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skalafthron
|Transliteration C=skalafthron
|Beta Code=ska/lauqron
|Beta Code=ska/lauqron
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">oven-rake</b>, gloss on [[σπαύλαθρον]], Hsch.; on <b class="b3">σπάλαυθρον</b>, Phot.; cf. <b class="b3">σκάλευθρον, σπάλαθρον</b>.</span>
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[oven-rake]], gloss on [[σπαύλαθρον]], Hsch.; on <b class="b3">σπάλαυθρον</b>, Phot.; cf. <b class="b3">σκάλευθρον, σπάλαθρον</b>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 16:00, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰλαυθρον Medium diacritics: σκάλαυθρον Low diacritics: σκάλαυθρον Capitals: ΣΚΑΛΑΥΘΡΟΝ
Transliteration A: skálauthron Transliteration B: skalauthron Transliteration C: skalafthron Beta Code: ska/lauqron

English (LSJ)

τό,

   A oven-rake, gloss on σπαύλαθρον, Hsch.; on σπάλαυθρον, Phot.; cf. σκάλευθρον, σπάλαθρον.

Greek (Liddell-Scott)

σκάλαυθρον: καὶ σπάλαυθρον [ᾰ], τό, ὄργανον δι’ οὗ σκαλεύται ἢ ἀναδαυλίζεται τὸ πῦρ, Ἡσύχ., Φώτ.· ὁ Πολυδ. Ι΄, 113 ἔχει σπάλαθρον, καὶ ἐν Ζ΄, 22 σκάλευθρον· - οἱ δόκιμοι τύποι φαίνεται ὅτι εἶναι σκάλευθρον, σπάλαθρον.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) όργανο με το οποίο ανασκαλεύεται η φωτιά, το σκάλεθρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε πιθ. από συμφυρμό τών λ. σκάλευθρον και σπάλαθρον.