σίσαρον: Difference between revisions
τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world
(37) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α<br />[[ονομασία]] φυτού με εδώδιμη [[ρίζα]], ίσως της παστινάκης ή παστινάκας ή του σίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται πιθ. με τα ονόματα [[φυτών]] [[ἄσαρον]], [[ἀρίσαρον]], [[σάρι]], [[καθώς]] και με το λατ. <i>siser</i> που έχει την [[ίδια]] σημ. Η [[άποψη]] ότι η λ. έχει σχηματιστεί από [[σάρον]] «[[σκουπίδι]]» με διπλασιασμό <i>σι</i>- προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες]. | |mltxt=τὸ, Α<br />[[ονομασία]] φυτού με εδώδιμη [[ρίζα]], ίσως της παστινάκης ή παστινάκας ή του σίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται πιθ. με τα ονόματα [[φυτών]] [[ἄσαρον]], [[ἀρίσαρον]], [[σάρι]], [[καθώς]] και με το λατ. <i>siser</i> που έχει την [[ίδια]] σημ. Η [[άποψη]] ότι η λ. έχει σχηματιστεί από [[σάρον]] «[[σκουπίδι]]» με διπλασιασμό <i>σι</i>- προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: <b class="b2">Pastinaca sativa</b> (Epich., Diocl. Fr., Dsc. a.o.); <b class="b3">-ιον</b> n. des. of a female ornament (com. after Poll. 5, 101, H., Phot.).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Reminds of <b class="b3">ἄσαρον</b>, <b class="b3">άσαρον</b> (s. vv.), <b class="b3">ἡδύσαρον</b>; vgl. Strömberg Pflanzennamen 157 f., who sees in it a reduplication of <b class="b3">σάρον</b> in Call. Del. 225, which however does not mean with S. [[pincers]], but as usual [[dirt]], here as denigrating designation of an island. W.-Hofmann s. [[siser]] compares <b class="b3">σάρι</b> n. (Thphr.), name of a kind of rush. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:25, 3 January 2019
English (LSJ)
τό,
A parsnip, Pastinaca sativa, Epich.3, 27, Diocl.Fr.122, Sammelb.6801.23 (iii B.C.), Dsc.2.113, Sor.1.51.
German (Pape)
[Seite 884] τό, eine Pflanze mit eßbarer Wurzel, Rapunzel; Epicharm. bei Ath. III, 120 c; Diosc.; sium sisarum Linn., lat, siser.
Greek (Liddell-Scott)
σίσᾰρον: τό, φυτόν τι ἔχον ἐδώδιμον ῥίζαν, ἴσως τὸ παρὰ φυτολόγοις Sium sisarum, Λατιν. siser, Ἐπίχ. παρ’ Ἀθην. 120C, Διοσκ. 2. 139.
Greek Monolingual
τὸ, Α
ονομασία φυτού με εδώδιμη ρίζα, ίσως της παστινάκης ή παστινάκας ή του σίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τα ονόματα φυτών ἄσαρον, ἀρίσαρον, σάρι, καθώς και με το λατ. siser που έχει την ίδια σημ. Η άποψη ότι η λ. έχει σχηματιστεί από σάρον «σκουπίδι» με διπλασιασμό σι- προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: Pastinaca sativa (Epich., Diocl. Fr., Dsc. a.o.); -ιον n. des. of a female ornament (com. after Poll. 5, 101, H., Phot.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Reminds of ἄσαρον, άσαρον (s. vv.), ἡδύσαρον; vgl. Strömberg Pflanzennamen 157 f., who sees in it a reduplication of σάρον in Call. Del. 225, which however does not mean with S. pincers, but as usual dirt, here as denigrating designation of an island. W.-Hofmann s. siser compares σάρι n. (Thphr.), name of a kind of rush.