σκυτώδης: Difference between revisions

From LSJ

ταῦτα δηλώσω αὐτός τε νοσήσας καὶ αὐτὸς ἰδὼν ἄλλους πάσχοντας → I shall describe those symptoms, since I myself had the disease and witnessed as well what others were suffering

Source
(37)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[σκῡτος]]<br />όμοιος με [[δέρμα]] («oἱ δὲ ἄρρενες σκυτώδεις τε γιγνονται καὶ γλίσχροι», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=-ῶδες, Α [[σκῡτος]]<br />όμοιος με [[δέρμα]] («oἱ δὲ ἄρρενες σκυτώδεις τε γιγνονται καὶ γλίσχροι», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''σκῡτώδης:''' покрытый как бы кожей (Arst. - v. l. [[κητώδης]]).
}}
}}

Revision as of 07:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῡτώδης Medium diacritics: σκυτώδης Low diacritics: σκυτώδης Capitals: ΣΚΥΤΩΔΗΣ
Transliteration A: skytṓdēs Transliteration B: skytōdēs Transliteration C: skytodis Beta Code: skutw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like leather, Arist.HA622a21.

German (Pape)

[Seite 909] ες, lederartig, Arist. H. A. 9, 37.

Greek (Liddell-Scott)

σκῡτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς δέρμα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 24.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α σκῡτος
όμοιος με δέρμα («oἱ δὲ ἄρρενες σκυτώδεις τε γιγνονται καὶ γλίσχροι», Αριστοτ.).

Russian (Dvoretsky)

σκῡτώδης: покрытый как бы кожей (Arst. - v. l. κητώδης).