σμερδνός: Difference between revisions
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
(37) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[σμερδαλέος]]<br /><b>2.</b> (η αιτ. εν. του ουδ. ως επίρρ.) <i>σμερδνόν</i><br />με φρικαλέο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. του επιθ. [[σμερδαλέος]] με [[επίθημα]] -<i>νός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δει</i>-<i>νός</i>). Για την [[εναλλαγή]] αυτή στα επιθήματα <b>πρβλ.</b> [[ἰσχαλέος]]: [[ἰσχνός]] (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[σμερδαλέος]])]. | |mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[σμερδαλέος]]<br /><b>2.</b> (η αιτ. εν. του ουδ. ως επίρρ.) <i>σμερδνόν</i><br />με φρικαλέο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. του επιθ. [[σμερδαλέος]] με [[επίθημα]] -<i>νός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δει</i>-<i>νός</i>). Για την [[εναλλαγή]] αυτή στα επιθήματα <b>πρβλ.</b> [[ἰσχαλέος]]: [[ἰσχνός]] (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[σμερδαλέος]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σμερδνός:''' -ή, -όν, = [[σμερδαλέος]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· ως επίρρ., <i>σμερδνόν</i>, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,= foreg.,
A Γοργείη κεφαλή Il.5.742; σμερδναῖσι γαμφηλαῖσι συρίζων φόνον A.Pr.357; μυγαλέη Nic.Th.815:—as Adv., σμερδνὸν βοόων Il. 15.687; δέρκεται h.Hom.31.9.
German (Pape)
[Seite 910] = σμερδαλέος, bei Hom. ganz eben so gebraucht, aber viel seltener, von der Aegis, Il. 5, 742, u. adverbial, σμερδνὸν βοόων, 15, 687; σμερδναῖσι γαμφηλῇσι συρίζων φόνον, Aesch. Prom. 355; sp. D., σκόλοπες, Opp. Hal. 5, 330.
Greek (Liddell-Scott)
σμερδνός: -ή, -όν, = σμερδαλέος, αἰγὶς Ἰλ. Ε. 742· σμερδναῖσι γαμφηλαῖσι συρίζων φόνον Αἰσχύλ. Πρ. 355· μυγαλέη Νικ. Θηρ. 815· - ὡς ἐπίρρ., σμερδνὸν βοόων Ἰλ. Ο. 678, 732· δέρκεται Ὁμ. Ὕμν. 31. 9. - Καθ’ Ἡσύχ.: «δεινόν, καταπληκτικόν, πολεμικόν, σκυθρωπόν».
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
c. σμερδαλέος ; neutre adv. • σμερδνόν.
Étymologie: R. Σμερδ, mordre ; cf. σμερδαλέος, lat. mordere.
English (Autenrieth)
= σμερδαλέος, Il. 5.472.— Adv., σμερδνόν, βοᾶν, Il. 15.687, 732.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
1. σμερδαλέος
2. (η αιτ. εν. του ουδ. ως επίρρ.) σμερδνόν
με φρικαλέο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. του επιθ. σμερδαλέος με επίθημα -νός (πρβλ. δει-νός). Για την εναλλαγή αυτή στα επιθήματα πρβλ. ἰσχαλέος: ἰσχνός (για ετυμολ. βλ. λ. σμερδαλέος)].
Greek Monotonic
σμερδνός: -ή, -όν, = σμερδαλέος, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· ως επίρρ., σμερδνόν, σε Ομήρ. Ιλ.