σόκκος: Difference between revisions

From LSJ

Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn

Menander, Monostichoi, 391
(38)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ, και σόκος Μ<br />[[είδος]] βρόχου που χρησίμευε για τη [[σύλληψη]] και [[κατακρήμνιση]] ιππέων από τον ίππο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Στρατιωτικός όρος άγνωστης προέλευσης].
|mltxt=ὁ, ΜΑ, και σόκος Μ<br />[[είδος]] βρόχου που χρησίμευε για τη [[σύλληψη]] και [[κατακρήμνιση]] ιππέων από τον ίππο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Στρατιωτικός όρος άγνωστης προέλευσης].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[lasso]] Malalas about the Huns.<br />Derivatives: <b class="b3">σοκκεύω</b> <b class="b2">catch by the lasso</b>.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unknown.
}}
}}

Revision as of 07:10, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σόκκος Medium diacritics: σόκκος Low diacritics: σόκκος Capitals: ΣΟΚΚΟΣ
Transliteration A: sókkos Transliteration B: sokkos Transliteration C: sokkos Beta Code: so/kkos

English (LSJ)

ὁ,

   A lasso, Olymp.Hist.p.457 D.

Greek (Liddell-Scott)

σόκκος: ὁ, εἶδος βρόχου, δι’ οὗ ἐμπλέκονται καὶ κατακρημνίζονται οἱ ἱππεῖς, «σκάλα»· ― σοκκεύω, -ίζω, κάμνω χρῆσιν τοῦ σόκκου, Βυζ.· πρβλ. Chilmead. εἰς Μαλαλ. σ. 619. ἔκδ. Βόνν.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ, και σόκος Μ
είδος βρόχου που χρησίμευε για τη σύλληψη και κατακρήμνιση ιππέων από τον ίππο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Στρατιωτικός όρος άγνωστης προέλευσης].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: lasso Malalas about the Huns.
Derivatives: σοκκεύω catch by the lasso.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown.