σπάδικας: Difference between revisions
οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge
(38) |
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / [[σπάδιξ]], -ικος, ὁ και ἡ, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[τύπος]] κυματώδους ταξιανθίας, στην οποία τα [[άνθη]] φύονται σε έναν διογκωμένο σαρκώδη άξονα, όπως [[είναι]] λ.χ. η θηλυκή [[ταξιανθία]] του αραβοσίτου<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[συγχώνευση]] τών εσωτερικών λοβών τών πλοκάμων του κεφαλόποδου μαλακίου [[ναυτίλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κομμένο [[κλαδί]] φοίνικα, [[συνήθως]] με καρπό («[[πρῶτος]] ἐν Δήλῳ Θησεὺς ἀγῶνα ποιῶν, ἀπέσπασε κλάδον | |mltxt=ο / [[σπάδιξ]], -ικος, ὁ και ἡ, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[τύπος]] κυματώδους ταξιανθίας, στην οποία τα [[άνθη]] φύονται σε έναν διογκωμένο σαρκώδη άξονα, όπως [[είναι]] λ.χ. η θηλυκή [[ταξιανθία]] του αραβοσίτου<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[συγχώνευση]] τών εσωτερικών λοβών τών πλοκάμων του κεφαλόποδου μαλακίου [[ναυτίλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κομμένο [[κλαδί]] φοίνικα, [[συνήθως]] με καρπό («[[πρῶτος]] ἐν Δήλῳ Θησεὺς ἀγῶνα ποιῶν, ἀπέσπασε κλάδον τοῦ ἱεροῡ φοίνικος, ᾗ καὶ [[σπάδιξ]] ὠνομάσθη», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>2.</b> ἔγχορδο όργανο, παρόμοιο με τη [[λύρα]]<br /><b>3.</b> [[φλοιός]] που έχει αποσπαστεί από την [[ρίζα]] πουρναριού<br /><b>4.</b> <b>ως επίθ.</b> [[ξανθοκόκκινος]], [[πυρρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σπα</i>- του [[σπάω]] / <i>σπῶ</i> με οδοντική [[παρέκταση]] -<i>δ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[σπάδων]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιξ</i>, <b>πρβλ.</b> <i>φοῖν</i>-<i>ιξ</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[σπάω]]). Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>spadix</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:45, 25 March 2021
Greek Monolingual
ο / σπάδιξ, -ικος, ὁ και ἡ, ΝΑ
νεοελλ.
1. βοτ. τύπος κυματώδους ταξιανθίας, στην οποία τα άνθη φύονται σε έναν διογκωμένο σαρκώδη άξονα, όπως είναι λ.χ. η θηλυκή ταξιανθία του αραβοσίτου
2. ζωολ. συγχώνευση τών εσωτερικών λοβών τών πλοκάμων του κεφαλόποδου μαλακίου ναυτίλος
αρχ.
1. κομμένο κλαδί φοίνικα, συνήθως με καρπό («πρῶτος ἐν Δήλῳ Θησεὺς ἀγῶνα ποιῶν, ἀπέσπασε κλάδον τοῦ ἱεροῡ φοίνικος, ᾗ καὶ σπάδιξ ὠνομάσθη», Πολυδ.)
2. ἔγχορδο όργανο, παρόμοιο με τη λύρα
3. φλοιός που έχει αποσπαστεί από την ρίζα πουρναριού
4. ως επίθ. ξανθοκόκκινος, πυρρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπα- του σπάω / σπῶ με οδοντική παρέκταση -δ- (πρβλ. σπάδων) + επίθημα -ιξ, πρβλ. φοῖν-ιξ (βλ. και λ. σπάω). Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. spadix)].