σπυρίδιον: Difference between revisions
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
(38) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[σφυρίδιον]] και [[σφυρίδον]] και σφυρίδιν και σφυρίτιν, τὸ, Α [[σπυρίς]], -[[ίδος]] / [[σφυρίς]]<br />μικρή [[σπυράς]], μικρό [[κομμάτι]] κοπριάς αιγοπροβάτων. | |mltxt=και [[σφυρίδιον]] και [[σφυρίδον]] και σφυρίδιν και σφυρίτιν, τὸ, Α [[σπυρίς]], -[[ίδος]] / [[σφυρίς]]<br />μικρή [[σπυράς]], μικρό [[κομμάτι]] κοπριάς αιγοπροβάτων. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σπῠρίδιον:''' [ῐ], τό, υποκορ. του [[σπυρίς]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:44, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῐδ], τό, Dim. of σπυρίς, Ar.Ach.453,469, Pherecr.52, PSI4.428.26 (iii B.C.): later σφῠρίδιον, Arch.Pap.6.220 (iii B.C.), PTeb.120.77 (i B.C.).
German (Pape)
[Seite 926] το, dim. von σπυρίς; δός μοι σπυρίδιον διακεκαυμένον λύχνῳ, Ar. Ach. 428, wo der Schol. bemerkt ὅτι οἱ πρεσβῦται διὰ τὸ μόλις βαδίζειν ἐν σπυρίδι κρύπτουσι τὸν λύχνον ὥςτε σώζειν τὸ πῦρ, u. ib. 445 εἰς τὸ σπυρίδιον ἰσχνά μοι φυλλεῖα δός.
Greek (Liddell-Scott)
σπῠρίδιον: [ῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ σπυρίς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 453, 469, Φερεκρ. ἐν «Ἐπιλήσμονι» 3˙ - ὡσαύτως παρὰ Βυζ., σπυριδάλιον, τό.
Greek Monolingual
και σφυρίδιον και σφυρίδον και σφυρίδιν και σφυρίτιν, τὸ, Α σπυρίς, -ίδος / σφυρίς
μικρή σπυράς, μικρό κομμάτι κοπριάς αιγοπροβάτων.
Greek Monotonic
σπῠρίδιον: [ῐ], τό, υποκορ. του σπυρίς, σε Αριστοφ.