στοματουργός: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-όν, Α<br /><b>φρ.</b> «στοματουργὸς [[γλῶσσα]]» — αυτή που πλάθει λέξεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στόμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]])].
|mltxt=-όν, Α<br /><b>φρ.</b> «στοματουργὸς [[γλῶσσα]]» — αυτή που πλάθει λέξεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στόμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στομᾰτουργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), [[γλωσσοπλάστης]], αυτός που δημιουργεί [[νέες]] λέξεις, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 01:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στομᾰτουργός Medium diacritics: στοματουργός Low diacritics: στοματουργός Capitals: ΣΤΟΜΑΤΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: stomatourgós Transliteration B: stomatourgos Transliteration C: stomatourgos Beta Code: stomatourgo/s

English (LSJ)

όν,

   A word-making, γλῶσσα Ar.Ra.826.

German (Pape)

[Seite 948] mit dem Munde arbeilend und dadurch sein Brot verdienend, Mauldrescher, Ar. Ran. 825, adjectivisch.

Greek (Liddell-Scott)

στομᾰτουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ ποιῶν λέξεις, γλῶσσα Ἀριστοφ. Βάτρ. 826.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
artisan de paroles, beau diseur.
Étymologie: στόμα, ἔργον.

Greek Monolingual

-όν, Α
φρ. «στοματουργὸς γλῶσσα» — αυτή που πλάθει λέξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα, -ατος + -ουργός (< ἔργον)].

Greek Monotonic

στομᾰτουργός: -όν (*ἔργω), γλωσσοπλάστης, αυτός που δημιουργεί νέες λέξεις, σε Αριστοφ.