στράβηλος: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(38)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ό, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[κοχλίας]] («στράβηλοι<br />κοχλίαι», <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είδος]] αγριελιάς («τὰς δὲ κοτινάδας ἐλάας στραβήλους ὠνόμασε Φερεκράτης», <b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>στραβ</i>- του <i>στρεβ</i>-<i>λός</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ηλος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τράχ</i>-<i>ηλος</i>)].
|mltxt=ό, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[κοχλίας]] («στράβηλοι<br />κοχλίαι», <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είδος]] αγριελιάς («τὰς δὲ κοτινάδας ἐλάας στραβήλους ὠνόμασε Φερεκράτης», <b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>στραβ</i>- του <i>στρεβ</i>-<i>λός</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ηλος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τράχ</i>-<i>ηλος</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''στράβηλος:''' (ᾰ) ὁ улитка или раковина Soph., Arst.
}}
}}

Revision as of 04:03, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στράβηλος Medium diacritics: στράβηλος Low diacritics: στράβηλος Capitals: ΣΤΡΑΒΗΛΟΣ
Transliteration A: strábēlos Transliteration B: strabēlos Transliteration C: stravilos Beta Code: stra/bhlos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ and ἡ,

   A snail or shell-fish, ἁλία σ. S.Fr.324, cf. Arist.Fr.304, Speus. ap. Ath.3.86c.    II wild olive, Pherecr.13 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 950] ὁ, statt στράβαλος, ein gewundener, gedrehter Körper, wic στρόβιλος u. στρόμβος, bes. eine Schnecke, Soph. frg. 299 bei Ath. III, 86 d. – Bei Phereer. Ath. VII, 316 e, nach Poll. 6, 45, die Frucht des wilden Oelbaums.

Greek (Liddell-Scott)

στράβηλος: [ᾰ], ὁ καὶ ἡ, (στρέφω) ζωΰφιον συνεστραμμένον καὶ ἑλικοειδῶς βαῖνον (πρβλ. στρόβιλος), κοχλίας, Σοφ. Ἀποσπ. 209, Ἀριστ. Ἀποσπ 287, Ἀθήν. 86C κἑξ. ΙΙ. ἀγρία ἐλαία, Φερεκρ. ἐν «Ἀγρ» 2.

Greek Monolingual

ό, ἡ, Α
1. κοχλίας («στράβηλοι
κοχλίαι», Ησύχ.)
2. είδος αγριελιάς («τὰς δὲ κοτινάδας ἐλάας στραβήλους ὠνόμασε Φερεκράτης», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα στραβ- του στρεβ-λός + επίθημα -ηλος (πρβλ. τράχ-ηλος)].

Russian (Dvoretsky)

στράβηλος: (ᾰ) ὁ улитка или раковина Soph., Arst.