στιγμός: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(38)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-οῡ, ὁ, Α [[στίζω]]<br />[[κέντημα]], [[νυγμός]].
|mltxt=-οῡ, ὁ, Α [[στίζω]]<br />[[κέντημα]], [[νυγμός]].
}}
{{elru
|elrutext='''στιγμός:''' ὁ укол, колотая рана (τιλμοὶ καὶ στιγμοί Aesch.).
}}
}}

Revision as of 03:52, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στιγμός Medium diacritics: στιγμός Low diacritics: στιγμός Capitals: ΣΤΙΓΜΟΣ
Transliteration A: stigmós Transliteration B: stigmos Transliteration C: stigmos Beta Code: stigmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A pricking, A.Supp. 839 (lyr., pl.); στιγμόν,= distinctum, Gloss.

German (Pape)

[Seite 943] ὁ, das Stechen, καὶ τιλμοί Aesch. Suppl. 819.

Greek (Liddell-Scott)

στιγμός: -οῦ, ὁ, κέντημα, κέντησις, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 839.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
piqûre.
Étymologie: στίζω.

Greek Monolingual

-οῡ, ὁ, Α στίζω
κέντημα, νυγμός.

Russian (Dvoretsky)

στιγμός: ὁ укол, колотая рана (τιλμοὶ καὶ στιγμοί Aesch.).