συγκεντρώνω: Difference between revisions
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
(39) |
(39) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | |||
|mltxt=Ν<br /><b>1.</b> [[μαζεύω]] [[πολλά]] πρόσωπα ή πράγματα [[γύρω]] από ένα [[κέντρο]], [[συναθροίζω]] από [[πολλά]] μέρη σε ένα [[μέρος]] («θα συγκεντρώσω τα απαραίτητα δικαιολογητικά για τον διορισμό και θα τά καταθέσω»)<br /><b>2.</b> [[συσσωρεύω]], [[σωριάζω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>συγκεντρώνομαι</i><br />αφοσιώνομαι [[απερίσπαστος]] σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συγκεντρώνω]] τις σκέψεις μου» ή «[[συγκεντρώνω]] τις ιδέες μου» — [[σκέπτομαι]] απερίσπαστα<br />β) «[[συγκεντρώνω]] τις δυνάμεις μου», «[[συγκεντρώνω]] τις προσπάθειές μου» — [[εντείνω]] τις δυνάμεις μου ή τις προσπάθειές μου<br />γ) «[[συγκεντρώνω]] την [[προσοχή]] μου» — [[προσέχω]] εντατικά και απερίσπαστα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κέντρο]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>συγκεντρῶ</i>, μαρτυρείται από το 1814 στον Ν. Δούκα]. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Ν<br /><b>1.</b> [[μαζεύω]] [[πολλά]] πρόσωπα ή πράγματα [[γύρω]] από ένα [[κέντρο]], [[συναθροίζω]] από [[πολλά]] μέρη σε ένα [[μέρος]] («θα συγκεντρώσω τα απαραίτητα δικαιολογητικά για τον διορισμό και θα τά καταθέσω»)<br /><b>2.</b> [[συσσωρεύω]], [[σωριάζω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>συγκεντρώνομαι</i><br />αφοσιώνομαι [[απερίσπαστος]] σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συγκεντρώνω]] τις σκέψεις μου» ή «[[συγκεντρώνω]] τις ιδέες μου» — [[σκέπτομαι]] απερίσπαστα<br />β) «[[συγκεντρώνω]] τις δυνάμεις μου», «[[συγκεντρώνω]] τις προσπάθειές μου» — [[εντείνω]] τις δυνάμεις μου ή τις προσπάθειές μου<br />γ) «[[συγκεντρώνω]] την [[προσοχή]] μου» — [[προσέχω]] εντατικά και απερίσπαστα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κέντρο]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>συγκεντρῶ</i>, μαρτυρείται από το 1814 στον Ν. Δούκα]. | |mltxt=Ν<br /><b>1.</b> [[μαζεύω]] [[πολλά]] πρόσωπα ή πράγματα [[γύρω]] από ένα [[κέντρο]], [[συναθροίζω]] από [[πολλά]] μέρη σε ένα [[μέρος]] («θα συγκεντρώσω τα απαραίτητα δικαιολογητικά για τον διορισμό και θα τά καταθέσω»)<br /><b>2.</b> [[συσσωρεύω]], [[σωριάζω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>συγκεντρώνομαι</i><br />αφοσιώνομαι [[απερίσπαστος]] σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συγκεντρώνω]] τις σκέψεις μου» ή «[[συγκεντρώνω]] τις ιδέες μου» — [[σκέπτομαι]] απερίσπαστα<br />β) «[[συγκεντρώνω]] τις δυνάμεις μου», «[[συγκεντρώνω]] τις προσπάθειές μου» — [[εντείνω]] τις δυνάμεις μου ή τις προσπάθειές μου<br />γ) «[[συγκεντρώνω]] την [[προσοχή]] μου» — [[προσέχω]] εντατικά και απερίσπαστα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κέντρο]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>συγκεντρῶ</i>, μαρτυρείται από το 1814 στον Ν. Δούκα]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 29 September 2017
Greek Monolingual
Ν
1. μαζεύω πολλά πρόσωπα ή πράγματα γύρω από ένα κέντρο, συναθροίζω από πολλά μέρη σε ένα μέρος («θα συγκεντρώσω τα απαραίτητα δικαιολογητικά για τον διορισμό και θα τά καταθέσω»)
2. συσσωρεύω, σωριάζω
3. μέσ. συγκεντρώνομαι
αφοσιώνομαι απερίσπαστος σε κάτι
4. φρ. α) «συγκεντρώνω τις σκέψεις μου» ή «συγκεντρώνω τις ιδέες μου» — σκέπτομαι απερίσπαστα
β) «συγκεντρώνω τις δυνάμεις μου», «συγκεντρώνω τις προσπάθειές μου» — εντείνω τις δυνάμεις μου ή τις προσπάθειές μου
γ) «συγκεντρώνω την προσοχή μου» — προσέχω εντατικά και απερίσπαστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κέντρο. Η λ., στον λόγιο τ. συγκεντρῶ, μαρτυρείται από το 1814 στον Ν. Δούκα].
Greek Monolingual
Ν
1. μαζεύω πολλά πρόσωπα ή πράγματα γύρω από ένα κέντρο, συναθροίζω από πολλά μέρη σε ένα μέρος («θα συγκεντρώσω τα απαραίτητα δικαιολογητικά για τον διορισμό και θα τά καταθέσω»)
2. συσσωρεύω, σωριάζω
3. μέσ. συγκεντρώνομαι
αφοσιώνομαι απερίσπαστος σε κάτι
4. φρ. α) «συγκεντρώνω τις σκέψεις μου» ή «συγκεντρώνω τις ιδέες μου» — σκέπτομαι απερίσπαστα
β) «συγκεντρώνω τις δυνάμεις μου», «συγκεντρώνω τις προσπάθειές μου» — εντείνω τις δυνάμεις μου ή τις προσπάθειές μου
γ) «συγκεντρώνω την προσοχή μου» — προσέχω εντατικά και απερίσπαστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κέντρο. Η λ., στον λόγιο τ. συγκεντρῶ, μαρτυρείται από το 1814 στον Ν. Δούκα].