συγχορηγός: Difference between revisions
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
(39) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />chorège avec un autre ; <i>p. ext.</i> qui participe à certains frais.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[χορηγός]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />chorège avec un autre ; <i>p. ext.</i> qui participe à certains frais.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[χορηγός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-όν, Α [[χορηγός]]<br />αυτός που έχει αναλάβει [[δημόσια]] [[χορηγία]] [[μαζί]] με άλλον. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-όν, Α [[χορηγός]]<br />αυτός που έχει αναλάβει [[δημόσια]] [[χορηγία]] [[μαζί]] με άλλον. | |mltxt=-όν, Α [[χορηγός]]<br />αυτός που έχει αναλάβει [[δημόσια]] [[χορηγία]] [[μαζί]] με άλλον. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 29 September 2017
English (LSJ)
όν,
A sharing with a partner in the expense, D.29.28.
German (Pape)
[Seite 971] zugleich, mit Andern die Kosten zur Ausrüstung eines Chors hergebend, mit, zugleich verwendend, übh. Helfershelfer, Dem. 29, 28.
Greek (Liddell-Scott)
συγχορηγός: -όν, ὁ συγχορηγῶν, συμβοηθῶν χρηματικῶς, Δημ. 853. 1.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
chorège avec un autre ; p. ext. qui participe à certains frais.
Étymologie: σύν, χορηγός.
Greek Monolingual
-όν, Α χορηγός
αυτός που έχει αναλάβει δημόσια χορηγία μαζί με άλλον.
Greek Monolingual
-όν, Α χορηγός
αυτός που έχει αναλάβει δημόσια χορηγία μαζί με άλλον.