συκόβιος: Difference between revisions
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
(39) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῡκόβιος''': -ον, ὁ ζῶν διὰ σύκων, δηλ. διὰ τῆς [[συκοφαντίας]], «συκασταὶ τοὺς φιλεγκλήμονας ἔλεγον καὶ συκοβίους καὶ συκωροὺς κτλ.» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 873, Ἐτυμολ. Μέγ.· πρβλ. [[συκολόγος]]. | |lstext='''σῡκόβιος''': -ον, ὁ ζῶν διὰ σύκων, δηλ. διὰ τῆς [[συκοφαντίας]], «συκασταὶ τοὺς φιλεγκλήμονας ἔλεγον καὶ συκοβίους καὶ συκωροὺς κτλ.» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 873, Ἐτυμολ. Μέγ.· πρβλ. [[συκολόγος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>μτφ.</b> αυτός που ζει με σύκα, [[δηλαδή]] με συκοφαντίες, διαβάλλοντας τους άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῦκον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ημερό</i>-<i>βιος</i>. Για τη σημ. <b>πρβλ.</b> [[συκοφάντης]]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>μτφ.</b> αυτός που ζει με σύκα, [[δηλαδή]] με συκοφαντίες, διαβάλλοντας τους άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῦκον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ημερό</i>-<i>βιος</i>. Για τη σημ. <b>πρβλ.</b> [[συκοφάντης]]. | |mltxt=-ον, Α<br /><b>μτφ.</b> αυτός που ζει με σύκα, [[δηλαδή]] με συκοφαντίες, διαβάλλοντας τους άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῦκον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ημερό</i>-<i>βιος</i>. Για τη σημ. <b>πρβλ.</b> [[συκοφάντης]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A living on figs: living by slander (cf. συκοφάντης), Sch.Ar.Pl.874, EM733.56.
German (Pape)
[Seite 973] von Feigen lebend, auch, wie der Sykophant, von Verleumdungen lebend, Schol. Ar. Plut. 874.
Greek (Liddell-Scott)
σῡκόβιος: -ον, ὁ ζῶν διὰ σύκων, δηλ. διὰ τῆς συκοφαντίας, «συκασταὶ τοὺς φιλεγκλήμονας ἔλεγον καὶ συκοβίους καὶ συκωροὺς κτλ.» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 873, Ἐτυμολ. Μέγ.· πρβλ. συκολόγος.
Greek Monolingual
-ον, Α
μτφ. αυτός που ζει με σύκα, δηλαδή με συκοφαντίες, διαβάλλοντας τους άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + -βιος (< βίος), πρβλ. ημερό-βιος. Για τη σημ. πρβλ. συκοφάντης.
Greek Monolingual
-ον, Α
μτφ. αυτός που ζει με σύκα, δηλαδή με συκοφαντίες, διαβάλλοντας τους άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + -βιος (< βίος), πρβλ. ημερό-βιος. Για τη σημ. πρβλ. συκοφάντης.