Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συκολόγος

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκολόγος Medium diacritics: συκολόγος Low diacritics: συκολόγος Capitals: ΣΥΚΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: sykológos Transliteration B: sykologos Transliteration C: sykologos Beta Code: sukolo/gos

English (LSJ)

συκολόγον, gathering figs: picking up slander (cf. συκόβιος), Sch.Ar.Pl.874, EM733.57.

German (Pape)

[Seite 973] Feigen lesend, sammelnd, – von Feigen sprechend, Schol. Ar. Plut. 874.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui cueille des figues.
Étymologie: σῦκον, λέγω².

Greek (Liddell-Scott)

σῡκολόγος: -ον, ὁ σῦκα συλλέγων· ὁ ἐξευρίσκων συκοφαντίας, συκοφάντης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 873, Ἐτυμολ. Μέγ.· πρβλ. συκόβιος· ― ἀμφότεραι αἱ λέξεις αὗται προσυπονοοῦσι τὸ συκοφάντης.

Greek Monolingual

ο / συκολόγος, -ον, ΝΑ, και συκολός και συκολόος Ν
αυτός που συλλέγει, που μαζεύει σύκα από τις συκιές
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ.
1. ονομασία του μήνα Αυγούστου, επειδή κατά τον μήνα αυτό ωριμάζουν τα σύκα
2. το πτηνό συκοφάγος
αρχ.
αυτός που επινοεί συκοφαντίες, ο συκοφάντης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + -λόγος].

Greek Monotonic

σῡκολόγος: -ον (λέγω), αυτός που μαζεύει σύκα.

Middle Liddell

σῡκο-λόγος, ον, λέγω
gathering figs.