συγκαταγιγνώσκω: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato

Source
(39)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκαταγιγνώσκω''': βραδύτερον -γῑνώσκω, [[καταγιγνώσκω]], [[καταδικάζω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος ἢ ἀμέσως, σ. ὑμῶν παθεῖν τι Ἀριστείδ. 1. 495. - Παθ., Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 62.
|lstext='''συγκαταγιγνώσκω''': βραδύτερον -γῑνώσκω, [[καταγιγνώσκω]], [[καταδικάζω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος ἢ ἀμέσως, σ. ὑμῶν παθεῖν τι Ἀριστείδ. 1. 495. - Παθ., Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 62.
}}
{{grml
|mltxt=και συγκαταγινώσκω Α<br />[[καταδικάζω]] [[μαζί]] με κάποιον ή [[καταδικάζω]] [[αμέσως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>καταγι</i>(<i>γ</i>)<i>νώσκω</i> «[[καταδικάζω]], [[κηρύσσω]] ένοχο»].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και συγκαταγινώσκω Α<br />[[καταδικάζω]] [[μαζί]] με κάποιον ή [[καταδικάζω]] [[αμέσως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>καταγι</i>(<i>γ</i>)<i>νώσκω</i> «[[καταδικάζω]], [[κηρύσσω]] ένοχο»].
|mltxt=και συγκαταγινώσκω Α<br />[[καταδικάζω]] [[μαζί]] με κάποιον ή [[καταδικάζω]] [[αμέσως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>καταγι</i>(<i>γ</i>)<i>νώσκω</i> «[[καταδικάζω]], [[κηρύσσω]] ένοχο»].
}}
}}

Revision as of 12:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταγιγνώσκω Medium diacritics: συγκαταγιγνώσκω Low diacritics: συγκαταγιγνώσκω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΓΙΓΝΩΣΚΩ
Transliteration A: synkatagignṓskō Transliteration B: synkatagignōskō Transliteration C: sygkatagignosko Beta Code: sugkatagignw/skw

English (LSJ)

later συγκατα-γῑνώσκω,

   A condemn along with or at once, σ. ὑμῶν παθεῖν τι Aristid.1.495 J.:—Pass., App.BC1.62.

German (Pape)

[Seite 964] (s. γιγνώσκω), mit od. zugleich verdammen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταγιγνώσκω: βραδύτερον -γῑνώσκω, καταγιγνώσκω, καταδικάζω ὁμοῦ μετά τινος ἢ ἀμέσως, σ. ὑμῶν παθεῖν τι Ἀριστείδ. 1. 495. - Παθ., Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 62.

Greek Monolingual

και συγκαταγινώσκω Α
καταδικάζω μαζί με κάποιον ή καταδικάζω αμέσως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταγι(γ)νώσκω «καταδικάζω, κηρύσσω ένοχο»].

Greek Monolingual

και συγκαταγινώσκω Α
καταδικάζω μαζί με κάποιον ή καταδικάζω αμέσως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταγι(γ)νώσκω «καταδικάζω, κηρύσσω ένοχο»].