συμπεριτυγχάνω: Difference between revisions

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=se rencontrer avec, rencontrer en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[περιτυγχάνω]].
|btext=se rencontrer avec, rencontrer en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[περιτυγχάνω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α [[περιτυγχάνω]]<br />συναντώμαι τυχαία με κάποιον.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[περιτυγχάνω]]<br />συναντώμαι τυχαία με κάποιον.
|mltxt=Α [[περιτυγχάνω]]<br />συναντώμαι τυχαία με κάποιον.
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπεριτυγχάνω Medium diacritics: συμπεριτυγχάνω Low diacritics: συμπεριτυγχάνω Capitals: ΣΥΜΠΕΡΙΤΥΓΧΑΝΩ
Transliteration A: symperitynchánō Transliteration B: symperitynchanō Transliteration C: symperitygchano Beta Code: sumperitugxa/nw

English (LSJ)

   A fall in with at the same time, τινι v.l. in X.An. 7.8.22.

German (Pape)

[Seite 986] (s. τυγχάνω), mit od. zugleich dabei sein, dazukommen, begegnen, τινί, Xen. An. 7, 8, 22.

Greek (Liddell-Scott)

συμπεριτυγχάνω: περιτυγχάνω, συναντῶ ὁμοῦ συγχρόνως, νεανίσκοι τρεῖς κακούργοις συμπεριτυγχάνουσι Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 44, καὶ διάφ. γραφ. ἐν Ξεν. Ἀν. 7. 8, 22.

French (Bailly abrégé)

se rencontrer avec, rencontrer en même temps.
Étymologie: σύν, περιτυγχάνω.

Greek Monolingual

Α περιτυγχάνω
συναντώμαι τυχαία με κάποιον.

Greek Monolingual

Α περιτυγχάνω
συναντώμαι τυχαία με κάποιον.