περιτυγχάνω

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιτυγχάνω Medium diacritics: περιτυγχάνω Low diacritics: περιτυγχάνω Capitals: ΠΕΡΙΤΥΓΧΑΝΩ
Transliteration A: peritynchánō Transliteration B: peritynchanō Transliteration C: peritygchano Beta Code: peritugxa/nw

English (LSJ)

fut. περιτεύξομαι: aor. -έτῠχον: pf. -
A τετύχηκα Isoc.11.2:
1 mostly of persons, happen to be about, at, or near: hence, light upon, fall in with, c. dat. pers., Th.1.20, Lys.13.23, etc.; ἀγνώμονι κριτῇ π. X.Mem.2.8.5: abs., Th.1.135, Pl.Smp. 221a: c. dat. rei, π. τῷ πράγματι And.1.37; πλοίῳ Th.4.120; φαρμακίοις Pl.Phdr. 268c; τῇ ἀρετῇ Id.Prt.320a; ἀτυχήμασι Plb.1.37.6; π. ἰητρικῇ stumble upon medical success, without science, Hp.de Arte5.
2 reversely of events, befall, μὴ ξυμφορά τις αὐτοῖς περιτύχῃ Th.4.55.

German (Pape)

[Seite 598] (s. τυγχάνω), von ungefähr dabei sein, dazukommen, darauf stoßen, geraten; τινί, auf Einen, Thuc. 1, 20. 5, 59; τῷ πράγματι, Andoc. 1, 37, τῇ ἀρετῇ, Plat. Prot. 320 a; φαρμακίοις, Phaedr. 268 c, öfter, Xen. Hell. 4, 8, 24 u. Folgende, ἀτυ χήμασι, Pol. 1, 37, 6; auch umgekehrt, ἐδεδίεσαν, μήποτε αὖθις συμφορά τις αὐτοῖς περιτύχῃ, Thuc. 4. 65. daß ihnen ein solches Unglück zustoße; einzeln bei Sp.

French (Bailly abrégé)

ao.2 περιέτυχον, etc.
rencontrer par hasard, τινι ; avec un suj. de chose tomber sur, arriver à en parl. d'événements, τινι.
Étymologie: περί, τυγχάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-τυγχάνω, van pers. tegenkomen, aantreffen, met dat.:; τῷ Ἱππάρχῳ περιτύχοντες toen zij Hipparchus aantroffen Thuc. 1.20.2; van zaken overkómen, met dat.: ἐδέδισαν μή ποτε αὖθις ξυμφορά τις αὐτοῖς περιτύχῃ zij waren bang dat hen weer een ramp zou treffen Thuc. 4.55.3.

Russian (Dvoretsky)

περιτυγχάνω:
1 наталкиваться, натыкаться, случайно встречать Thuc., Plat.: περιτυχόντες αὐτῷ ἐν ἀγορᾷ Lys. встретив его на площади; ἀγνώμονι κριτῇ π. Xen. натолкнуться на неправедного судью; π. φαρμακίοις Plat. набрести на (какие-л.) лекарства;
2 случайно встречаться, случаться, попадаться: ἐδεδίεσαν, μή ποτε ξυμφορά τις αὐτοῖς περιτύχῃ Thuc. они боялись, как бы с ними не приключилось какое-л. несчастье.

Greek Monolingual

ΜΑ
συναντώ τυχαία κάποιον, τυχαίνει να συναντήσω κάποιον (α. «άνδρα περιτυχόντες ἅγιον», Μηναί
β. «τῷ Ἱππάρχῳ περιτυχόντες παρὰ τὸ Λεωκόρειον... ἀπέκτειναν», Θουκ.)
αρχ.
1. (για γεγονός) επέρχομαι, συμβαίνω («μή τις συμφορὰ αὐτοῖς περιτύχη», Θουκ.)
2. φρ. α) «περιτυγχάνω ἰατρικῆ» — πετυχαίνω με τη μέθοδο θεραπείας που εφαρμόζω
β) «περιτυγχάνω ἀτυχήματι» — πέφτω σε ατυχία, μού συμβαίνει ατύχημα.

Greek Monotonic

περιτυγχάνω: μέλ. -τεύξομαι, αόρ. βʹ -έτῠχον, παρακ. -τετύχηκα·
I. βρίσκω τυχαία, συμβαίνει να συμπέσω, να συντύχω με ένα πρόσωπο ή πράγμα, με δοτ., σε Θουκ. κ.λπ.· απόλ., στον ίδ.
II. λέγεται για γεγονότα, περιτυγχάνει μοι ἡ συμφορά, το ατύχημα συνέβη σε μένα, έτυχε σε μένα, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

περιτυγχάνω: μέλλ. -τεύξομαι· ἀόρ. -έτῠχον· πρκμ. -τετύχηκα Ἰσοκρ. 221· 1) κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ προσώπων, συμβαίνει νὰ συμπέσω, νὰ τύχω, ὅθεν ἀπαντῶ, τινὶ Θουκ. 1. 20., 4. 120, Λυσ. 131. 43, κτλ.· π. ἀγνώμονι κριτῇ Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 5· καὶ ἀπολ., Θουκ. 1. 135, Πλάτ. Συμπ. 221Α· ― ὡσαύτως μετὰ δοτ., π. τῷ πράγματι Ἀνδοκ. 6. 6· φαρμακίοις Πλάτ. Φαῖδρ. 268C· τῇ ἀρετῇ ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 320Α· ἀτυχήμασι Πολύβ. 1. 37, 6· δοκέει δέ μοι οἷόν τε εἶναι καὶ ἰητρῷ μὴ χρωμένους ἰητρικῇ περιτυχεῖν, νὰ ἐπιτύχωσιν ἐν τῇ θεραπείᾳ καὶ ἄνευ τῆς βοηθείας ἰατροῦ, Ἱππ. 3. 54· ἴδε Foës. Oecon. 2) τἀνάπαλιν ἐπὶ γεγονότων, καὶ ἐδεδίεσαν μήποτε αὖθις ξυμφορά τις αὐτοῖς περιτύχῃ, ἐπέλθῃ, Θουκ. 4. 55.

Middle Liddell

fut. -τεύξομαι aor2 -έτῠχον perf. -τετύχηκα
I. to light upon, fall in with, meet with, a person or thing, c. dat., Thuc., etc.: absol., Thuc.
II. of events, περιτυγχάνει μοι ἡ συμφορά the accident happens to, befals me, Thuc.