συμπεριπλέω: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(39)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπεριπλέω''': [[περιπλέω]] [[ὁμοῦ]] ἢ μετά τινος, τινι Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 96, Βίος Ὁμήρ. 8.
|lstext='''συμπεριπλέω''': [[περιπλέω]] [[ὁμοῦ]] ἢ μετά τινος, τινι Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 96, Βίος Ὁμήρ. 8.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[περιπλέω]]<br />[[περιπλέω]] [[μαζί]] με άλλον.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[περιπλέω]]<br />[[περιπλέω]] [[μαζί]] με άλλον.
|mltxt=Α [[περιπλέω]]<br />[[περιπλέω]] [[μαζί]] με άλλον.
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπεριπλέω Medium diacritics: συμπεριπλέω Low diacritics: συμπεριπλέω Capitals: ΣΥΜΠΕΡΙΠΛΕΩ
Transliteration A: symperipléō Transliteration B: symperipleō Transliteration C: symperipleo Beta Code: sumperiple/w

English (LSJ)

   A sail about with, c. dat., App.BC5.96, Ps.-Hdt. Vit.Hom.8.

German (Pape)

[Seite 986] (s. πλέω), mit umschiffen; Her. vita Hom. 8; Appian.

Greek (Liddell-Scott)

συμπεριπλέω: περιπλέω ὁμοῦ ἢ μετά τινος, τινι Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 96, Βίος Ὁμήρ. 8.

Greek Monolingual

Α περιπλέω
περιπλέω μαζί με άλλον.

Greek Monolingual

Α περιπλέω
περιπλέω μαζί με άλλον.