συνάμφω: Difference between revisions

From LSJ

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=([[οἱ]], [[αἱ]], [[τά]])<br /><i>indécl.</i><br />tous les deux ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἄμφω]].
|btext=([[οἱ]], [[αἱ]], [[τά]])<br /><i>indécl.</i><br />tous les deux ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἄμφω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />και οι δύο ή και τα δύο [[μαζί]] («Ἰαπύγων καὶ Μεσσαπίων [[συνάμφω]] πεζοὶ μὲν [[πέντε]] μυριάδες», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄμφω]] «και οι δύο [[μαζί]]»].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />και οι δύο ή και τα δύο [[μαζί]] («Ἰαπύγων καὶ Μεσσαπίων [[συνάμφω]] πεζοὶ μὲν [[πέντε]] μυριάδες», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄμφω]] «και οι δύο [[μαζί]]»].
|mltxt=Α<br />και οι δύο ή και τα δύο [[μαζί]] («Ἰαπύγων καὶ Μεσσαπίων [[συνάμφω]] πεζοὶ μὲν [[πέντε]] μυριάδες», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄμφω]] «και οι δύο [[μαζί]]»].
}}
}}

Revision as of 12:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνάμφω Medium diacritics: συνάμφω Low diacritics: συνάμφω Capitals: ΣΥΝΑΜΦΩ
Transliteration A: synámphō Transliteration B: synamphō Transliteration C: synamfo Beta Code: suna/mfw

English (LSJ)

οἱ, αἱ,

   A both together, Pl.Plt.278c, IG42(1).109 iii 115 (Epid., iii B.C.), Supp.Epigr.2.479 (Olbia), etc.; οἱ σ. Plb.1.63.5, etc.: c. gen., Ἰαπύγων καὶ Μεσσαπίων συνάμφω Id.2.24.11, cf. 65.9.    2 with the Art. in sg., ὅροι τοῦ συνάμφω Arist.Metaph.1043a22, cf. Int.20b37; τοῦ σ., τῆς τε Λιβύης καὶ τῆς Ἀσίας Str.2.4.5, cf. 2.1.29; κατὰ τὸν σ. Χρόνον Id.1.2.36.

German (Pape)

[Seite 999] οἱ, αἱ, beide zugleich, zusammen; Plat. Polit. 278 c; Ap. Rh. 4, 134; Pol. 2, 65, 9.

Greek (Liddell-Scott)

συνάμφω: οἱ, αἱ, οἱ δύο ὁμοῦ, αἱ δύο ὁμοῦ, Πλάτ. Πολιτ. 278C, κτλ.· οἱ συνάμφω Πολύβ. 1. 63, 5, κτλ.· μετὰ γεν., Ἰαπύγων καὶ Μεσσαπίων συνάμφω ὁ αὐτ. 2. 24, 11, πρβλ. 65, 9. 2) μετὰ τοῦ ἄρθρου ἐν τῷ ἑνικῷ ἀριθμῷ ὅροι τοῦ συνάμφω Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 7. 2, 9, πρβλ. περὶ Ἑρμην. 11, 4· τοῦ συνάμφω, τῆς τε Λιβύης καὶ τῆς Ἀσίας Στράβ. 107, πρβλ. 82· κατὰ τὸν συνάμφω χρόνον ὁ αὐτ. 44.

French (Bailly abrégé)

(οἱ, αἱ, τά)
indécl.
tous les deux ensemble.
Étymologie: σύν, ἄμφω.

Greek Monolingual

Α
και οι δύο ή και τα δύο μαζί («Ἰαπύγων καὶ Μεσσαπίων συνάμφω πεζοὶ μὲν πέντε μυριάδες», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἄμφω «και οι δύο μαζί»].

Greek Monolingual

Α
και οι δύο ή και τα δύο μαζί («Ἰαπύγων καὶ Μεσσαπίων συνάμφω πεζοὶ μὲν πέντε μυριάδες», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἄμφω «και οι δύο μαζί»].