συνανήκω: Difference between revisions
From LSJ
(39) |
(39) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνανήκω''': [[ἀνήκω]] ὁμοίως εἴς τι, παραινέσεις εἰς τὸν πνευματικὸν συνανήκουσαι βίον Φωτ. Βιβλ. 162. 22. | |lstext='''συνανήκω''': [[ἀνήκω]] ὁμοίως εἴς τι, παραινέσεις εἰς τὸν πνευματικὸν συνανήκουσαι βίον Φωτ. Βιβλ. 162. 22. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜ<br />[[ανήκω]] [[επίσης]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («παραινέσεις εἰς τὸν πνευματικὸν συνανήκουσαι βίου», <b>Φώτ.</b>). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜ<br />[[ανήκω]] [[επίσης]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («παραινέσεις εἰς τὸν πνευματικὸν συνανήκουσαι βίου», <b>Φώτ.</b>). | |mltxt=ΝΜ<br />[[ανήκω]] [[επίσης]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («παραινέσεις εἰς τὸν πνευματικὸν συνανήκουσαι βίου», <b>Φώτ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:37, 29 September 2017
English (LSJ)
A have reference also to a thing, Phot.Bibl.p.162 B.
Greek (Liddell-Scott)
συνανήκω: ἀνήκω ὁμοίως εἴς τι, παραινέσεις εἰς τὸν πνευματικὸν συνανήκουσαι βίον Φωτ. Βιβλ. 162. 22.
Greek Monolingual
ΝΜ
ανήκω επίσης σε κάποιον ή σε κάτι («παραινέσεις εἰς τὸν πνευματικὸν συνανήκουσαι βίου», Φώτ.).
Greek Monolingual
ΝΜ
ανήκω επίσης σε κάποιον ή σε κάτι («παραινέσεις εἰς τὸν πνευματικὸν συνανήκουσαι βίου», Φώτ.).