συνεξανοίγω: Difference between revisions
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
(39) |
(39) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνεξανοίγω''': ἀνοίγω [[ὁμοῦ]], τινὶ Λεόντ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 506. 1. | |lstext='''συνεξανοίγω''': ἀνοίγω [[ὁμοῦ]], τινὶ Λεόντ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 506. 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[ἐξανοίγω]]<br />[[ανοίγω]] από κοινού με άλλον («μία... ἐλπὶς ἦν... ἑκάστῳ τὸ συνεξανοίγειν τῷ Τίτω μὴ φθάσαντι κυκλωθῆναι», <b>Ιώσ.</b>). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[ἐξανοίγω]]<br />[[ανοίγω]] από κοινού με άλλον («μία... ἐλπὶς ἦν... ἑκάστῳ τὸ συνεξανοίγειν τῷ Τίτω μὴ φθάσαντι κυκλωθῆναι», <b>Ιώσ.</b>). | |mltxt=Α [[ἐξανοίγω]]<br />[[ανοίγω]] από κοινού με άλλον («μία... ἐλπὶς ἦν... ἑκάστῳ τὸ συνεξανοίγειν τῷ Τίτω μὴ φθάσαντι κυκλωθῆναι», <b>Ιώσ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:56, 29 September 2017
English (LSJ)
A help one to open a way, c. dat., v.l. in J. BJ5.2.2.
Greek (Liddell-Scott)
συνεξανοίγω: ἀνοίγω ὁμοῦ, τινὶ Λεόντ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 506. 1.
Greek Monolingual
Α ἐξανοίγω
ανοίγω από κοινού με άλλον («μία... ἐλπὶς ἦν... ἑκάστῳ τὸ συνεξανοίγειν τῷ Τίτω μὴ φθάσαντι κυκλωθῆναι», Ιώσ.).
Greek Monolingual
Α ἐξανοίγω
ανοίγω από κοινού με άλλον («μία... ἐλπὶς ἦν... ἑκάστῳ τὸ συνεξανοίγειν τῷ Τίτω μὴ φθάσαντι κυκλωθῆναι», Ιώσ.).