συνεπιλέγω: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
(39)
(39)
Line 12: Line 12:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[añadir además]]
|esgtx=[[añadir además]]
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[ἐπιλέγω]]<br />λέω [[κάτι]] επί [[πλέον]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> [[συνεπιλέγομαι]]<br />[[διαβάζω]] από κοινού ή συγχρόνως.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[ἐπιλέγω]]<br />λέω [[κάτι]] επί [[πλέον]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> [[συνεπιλέγομαι]]<br />[[διαβάζω]] από κοινού ή συγχρόνως.
|mltxt=ΜΑ [[ἐπιλέγω]]<br />λέω [[κάτι]] επί [[πλέον]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> [[συνεπιλέγομαι]]<br />[[διαβάζω]] από κοινού ή συγχρόνως.
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιλέγω Medium diacritics: συνεπιλέγω Low diacritics: συνεπιλέγω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΛΕΓΩ
Transliteration A: synepilégō Transliteration B: synepilegō Transliteration C: synepilego Beta Code: sunepile/gw

English (LSJ)

   A utter in addition, τὸν λόγον τοῦτον PMag.Par.1.1037.    2 Med., read over together, Hld.10.13.

Spanish

añadir además

Greek Monolingual

ΜΑ ἐπιλέγω
λέω κάτι επί πλέον
αρχ.
μέσ. συνεπιλέγομαι
διαβάζω από κοινού ή συγχρόνως.

Greek Monolingual

ΜΑ ἐπιλέγω
λέω κάτι επί πλέον
αρχ.
μέσ. συνεπιλέγομαι
διαβάζω από κοινού ή συγχρόνως.