στύφλος: Difference between revisions
From LSJ
Βέβαιος ἴσθι καὶ βεβαίοις χρῶ φίλοις → Constans ubique sis, amicis maxime → Auf dich und auch auf deine Freunde sei Verlass
(39) |
(nl) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, και [[στυφλός]], -όν, Α<br />[[τραχύς]], [[σκληρός]], [[στυφελός]] («ἀπὸ στύφλου πέτρας», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[στυφελίζω]]. | |mltxt=-ον, και [[στυφλός]], -όν, Α<br />[[τραχύς]], [[σκληρός]], [[στυφελός]] («ἀπὸ στύφλου πέτρας», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[στυφελίζω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=στύφλος -ον [~ στυφελός] hard, ruw. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:52, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,=
A στυφελός 1, στύφλους παρ' ἀκτάς A.Pers.303; τῆσδ' ἀπὸ στύφλου πέτρας Id.Pr.748; στύφλος δὲ γῆ καὶ χέρσος S.Ant.250; ὑπὸ στύφλοις πέτραις E.Ba.1137, cf. IT1429, Lyc.737.
Greek Monolingual
-ον, και στυφλός, -όν, Α
τραχύς, σκληρός, στυφελός («ἀπὸ στύφλου πέτρας», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. στυφελίζω.
Greek Monolingual
-ον, και στυφλός, -όν, Α
τραχύς, σκληρός, στυφελός («ἀπὸ στύφλου πέτρας», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. στυφελίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στύφλος -ον [~ στυφελός] hard, ruw.