συγκαταγιγνώσκω: Difference between revisions
From LSJ
ἀποθανέτω ψυχή μου μετὰ τῶν ἀλλοφύλων → I will be ruined together with the enemy, let me die with the Philistines
(39) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και συγκαταγινώσκω Α<br />[[καταδικάζω]] [[μαζί]] με κάποιον ή [[καταδικάζω]] [[αμέσως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>καταγι</i>(<i>γ</i>)<i>νώσκω</i> «[[καταδικάζω]], [[κηρύσσω]] ένοχο»]. | |mltxt=και συγκαταγινώσκω Α<br />[[καταδικάζω]] [[μαζί]] με κάποιον ή [[καταδικάζω]] [[αμέσως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>καταγι</i>(<i>γ</i>)<i>νώσκω</i> «[[καταδικάζω]], [[κηρύσσω]] ένοχο»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγκαταγιγνώσκω:''' вместе осуждать Diod. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:52, 31 December 2018
English (LSJ)
later συγκατα-γῑνώσκω,
A condemn along with or at once, σ. ὑμῶν παθεῖν τι Aristid.1.495 J.:—Pass., App.BC1.62.
German (Pape)
[Seite 964] (s. γιγνώσκω), mit od. zugleich verdammen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταγιγνώσκω: βραδύτερον -γῑνώσκω, καταγιγνώσκω, καταδικάζω ὁμοῦ μετά τινος ἢ ἀμέσως, σ. ὑμῶν παθεῖν τι Ἀριστείδ. 1. 495. - Παθ., Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 62.
Greek Monolingual
και συγκαταγινώσκω Α
καταδικάζω μαζί με κάποιον ή καταδικάζω αμέσως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταγι(γ)νώσκω «καταδικάζω, κηρύσσω ένοχο»].
Greek Monolingual
και συγκαταγινώσκω Α
καταδικάζω μαζί με κάποιον ή καταδικάζω αμέσως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταγι(γ)νώσκω «καταδικάζω, κηρύσσω ένοχο»].
Russian (Dvoretsky)
συγκαταγιγνώσκω: вместе осуждать Diod.