συγκελεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[προστάζω]] [[μαζί]] με άλλον ή με άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κελεύω]] «[[προστάζω]]»].
|mltxt=Α<br />[[προστάζω]] [[μαζί]] με άλλον ή με άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κελεύω]] «[[προστάζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγκελεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[διατάζω]], [[προστάζω]] από κοινού με, σε Ευρ., Θουκ.
}}
}}

Revision as of 20:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκελεύω Medium diacritics: συγκελεύω Low diacritics: συγκελεύω Capitals: ΣΥΓΚΕΛΕΥΩ
Transliteration A: synkeleúō Transliteration B: synkeleuō Transliteration C: sygkeleyo Beta Code: sugkeleu/w

English (LSJ)

   A join in ordering, bidding, E.IA892 (troch.), Th.8.31.

German (Pape)

[Seite 967] (s. κελεύω), mit befehlen; Eur. I. A. 892; Thuc. 8, 31.

Greek (Liddell-Scott)

συγκελεύω: κελεύω ὁμοῦ, κτλ., Εὐρ. Ι. Α. 892, Θουκ. 8. 31.

French (Bailly abrégé)

ordonner ensemble, en même temps.
Étymologie: σύν, κελεύω.

Greek Monolingual

Α
προστάζω μαζί με άλλον ή με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κελεύω «προστάζω»].

Greek Monolingual

Α
προστάζω μαζί με άλλον ή με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κελεύω «προστάζω»].

Greek Monotonic

συγκελεύω: μέλ. -σω, διατάζω, προστάζω από κοινού με, σε Ευρ., Θουκ.