συγκοιμίζω: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund

Menander, Monostichoi, 446
(39)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[ενώνω]] κάποιον με τα [[δεσμά]] του γάμου, [[νυμφεύω]], [[παντρεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κοιμίζω]] «[[βάζω]] κάποιον να πλαγιάσει, να κοιμηθεί»].
|mltxt=Α<br />[[ενώνω]] κάποιον με τα [[δεσμά]] του γάμου, [[νυμφεύω]], [[παντρεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κοιμίζω]] «[[βάζω]] κάποιον να πλαγιάσει, να κοιμηθεί»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγκοιμίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ενώνω]] με τα [[δεσμά]] του γάμου, [[παντρεύω]], <i>τινά τινι</i>, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 01:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκοιμίζω Medium diacritics: συγκοιμίζω Low diacritics: συγκοιμίζω Capitals: ΣΥΓΚΟΙΜΙΖΩ
Transliteration A: synkoimízō Transliteration B: synkoimizō Transliteration C: sygkoimizo Beta Code: sugkoimi/zw

English (LSJ)

   A put to bed together, join in wedlock, τινά τινι Ar.Av.1734.

Greek (Liddell-Scott)

συγκοιμίζω: κοιμίζω ὁμοῦ, συνδέω διὰ γάμου, νυμφεύω, τινά τινι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1734.

French (Bailly abrégé)

faire coucher avec, τινι.
Étymologie: σύν, κοιμίζω.

Greek Monolingual

Α
ενώνω κάποιον με τα δεσμά του γάμου, νυμφεύω, παντρεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κοιμίζω «βάζω κάποιον να πλαγιάσει, να κοιμηθεί»].

Greek Monolingual

Α
ενώνω κάποιον με τα δεσμά του γάμου, νυμφεύω, παντρεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κοιμίζω «βάζω κάποιον να πλαγιάσει, να κοιμηθεί»].

Greek Monotonic

συγκοιμίζω: μέλ. -σω, ενώνω με τα δεσμά του γάμου, παντρεύω, τινά τινι, σε Αριστοφ.