συκοφάγος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
(39)
m (Text replacement - "<b class="b3">ᾰ], ον</b>" to "ᾰ], ον")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sykofagos
|Transliteration C=sykofagos
|Beta Code=sukofa/gos
|Beta Code=sukofa/gos
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], ον</b>,= <b class="b3">συκοτράγος</b>, Hsch. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> s.v. [[κραδοφάγος]], Sch. Pl. <span class="title">Alc.</span>1.118e.</span>
|Definition=[ᾰ], ον,= <b class="b3">συκοτράγος</b>, Hsch. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> s.v. [[κραδοφάγος]], Sch. Pl. <span class="title">Alc.</span>1.118e.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 16:15, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκοφάγος Medium diacritics: συκοφάγος Low diacritics: συκοφάγος Capitals: ΣΥΚΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: sykophágos Transliteration B: sykophagos Transliteration C: sykofagos Beta Code: sukofa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,= συκοτράγος, Hsch.

   A s.v. κραδοφάγος, Sch. Pl. Alc.1.118e.

Greek Monolingual

ο / συκοφάγος, -ον, ΝΑ, και συκοφάος Ν
αυτός που του αρέσει να τρώει σύκα, συκοφαγάς
νεοελλ.
ζωολ. κοινή ονομασία του είδους στρουθιομορφου πτηνού Oriolus oriolus της οικογένειας οριολίδες, αλλ. συκολέβι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + -φάγος].

Greek Monolingual

ο / συκοφάγος, -ον, ΝΑ, και συκοφάος Ν
αυτός που του αρέσει να τρώει σύκα, συκοφαγάς
νεοελλ.
ζωολ. κοινή ονομασία του είδους στρουθιομορφου πτηνού Oriolus oriolus της οικογένειας οριολίδες, αλλ. συκολέβι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + -φάγος].