συμπαρακελεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht

Menander, Monostichoi, 303
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>(αποθ.)</b> [[προτρέπω]] ή [[παρακινώ]] κάποιον σε [[κάτι]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παρακελεύομαι]] «[[προστάζω]], [[παραγγέλλω]]»].
|mltxt=Α<br /><b>(αποθ.)</b> [[προτρέπω]] ή [[παρακινώ]] κάποιον σε [[κάτι]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παρακελεύομαι]] «[[προστάζω]], [[παραγγέλλω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμπαρακελεύομαι:''' αποθ., [[παρακινώ]], [[εξεγείρω]], [[προτρέπω]] από κοινού, σε Ισοκρ.
}}
}}

Revision as of 01:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαρακελεύομαι Medium diacritics: συμπαρακελεύομαι Low diacritics: συμπαρακελεύομαι Capitals: ΣΥΜΠΑΡΑΚΕΛΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: symparakeleúomai Transliteration B: symparakeleuomai Transliteration C: symparakeleyomai Beta Code: sumparakeleu/omai

English (LSJ)

Med.,

   A help in inciting, Isoc.13.21.

German (Pape)

[Seite 984] dep. med., mit ermahnen, Isocr. 13, 21 Bekker, vulg. συμπαρασκευάσασθαι.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρακελεύομαι: ἀποθετ., ἀπὸ κοινοῦ παρακινῶ, παρορμῶ, Ἰσοκρ. 295D.

French (Bailly abrégé)

exhorter ensemble.
Étymologie: σύν, παρακελεύω.

Greek Monolingual

Α
(αποθ.) προτρέπω ή παρακινώ κάποιον σε κάτι μαζί με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρακελεύομαι «προστάζω, παραγγέλλω»].

Greek Monolingual

Α
(αποθ.) προτρέπω ή παρακινώ κάποιον σε κάτι μαζί με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρακελεύομαι «προστάζω, παραγγέλλω»].

Greek Monotonic

συμπαρακελεύομαι: αποθ., παρακινώ, εξεγείρω, προτρέπω από κοινού, σε Ισοκρ.