συμπαρήκω: Difference between revisions

From LSJ

Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ᾽ Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?

Sophocles, Antigone, 464-5
(39)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[συνυπάρχω]], [[συνοδεύω]] («τῷ αἰσθητῷ τὸ αἰσθανόμενον συμπαρήκει», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παρήκω]] «βρίσκομαι [[κοντά]], [[περνώ]]»].
|mltxt=Α<br />[[συνυπάρχω]], [[συνοδεύω]] («τῷ αἰσθητῷ τὸ αἰσθανόμενον συμπαρήκει», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παρήκω]] «βρίσκομαι [[κοντά]], [[περνώ]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''συμπαρήκω:''' одновременно появляться, сопутствовать (τινί Plut.).
}}
}}

Revision as of 11:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαρήκω Medium diacritics: συμπαρήκω Low diacritics: συμπαρήκω Capitals: ΣΥΜΠΑΡΗΚΩ
Transliteration A: symparḗkō Transliteration B: symparēkō Transliteration C: sympariko Beta Code: sumparh/kw

English (LSJ)

   A to be present together with, accompany, τῷ αἰσθητῷ τὸ αἰσθανόμενον σ. Plu. 2.1024c = 1032b.

German (Pape)

[Seite 985] sich daneben erstrecken, Plut. de procreat. an. 24.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρήκω: εἶμαι παρὼν μετά τινος, συνοδεύω τινά, τῷ αἰσθητῷ τὸ αἰσθανόμενον σ. Πλούτ. 2. 1024C, πρβλ. 1032Β.

French (Bailly abrégé)

se présenter ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, παρήκω.

Greek Monolingual

Α
συνυπάρχω, συνοδεύω («τῷ αἰσθητῷ τὸ αἰσθανόμενον συμπαρήκει», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρήκω «βρίσκομαι κοντά, περνώ»].

Greek Monolingual

Α
συνυπάρχω, συνοδεύω («τῷ αἰσθητῷ τὸ αἰσθανόμενον συμπαρήκει», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρήκω «βρίσκομαι κοντά, περνώ»].

Russian (Dvoretsky)

συμπαρήκω: одновременно появляться, сопутствовать (τινί Plut.).