συναγγία: Difference between revisions
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α<br />[[μέρος]] γεμάτο λάκκους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αγγία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>αγγής</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἄγγος]]«[[αγγείο]]»), <b>πρβλ.</b> <i>κεν</i>-<i>αγγία</i>]. | |mltxt=ἡ, Α<br />[[μέρος]] γεμάτο λάκκους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αγγία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>αγγής</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἄγγος]]«[[αγγείο]]»), <b>πρβλ.</b> <i>κεν</i>-<i>αγγία</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συναγγία:''' ἡ ([[ἄγγος]]), [[τόπος]] που έχει λάκκους, κοιλώματα, [[έγκλειστος]] [[χώρος]], [[αγγείο]], σε Βάβρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A confined space, Babr.27.2, but f.l. for συναγκίῃ.
German (Pape)
[Seite 995] ἡ, Gefäß, Babr. 27, 2, od. = συνάγκεια.
Greek (Liddell-Scott)
συναγγία: ἡ, (ἄγγος) λακκῶδες μέρος, λάκκωμα, ὑδάτων ἐν συναγγίᾳ κοίλῃ Βαβρ. 27. 2.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
espace resserré BABR.
Étymologie: LSJ : pê p. συναγκίη ; v. alors ἄγχω.
Greek Monolingual
ἡ, Α
μέρος γεμάτο λάκκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -αγγία (< -αγγής < ἄγγος«αγγείο»), πρβλ. κεν-αγγία].
Greek Monolingual
ἡ, Α
μέρος γεμάτο λάκκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -αγγία (< -αγγής < ἄγγος«αγγείο»), πρβλ. κεν-αγγία].
Greek Monotonic
συναγγία: ἡ (ἄγγος), τόπος που έχει λάκκους, κοιλώματα, έγκλειστος χώρος, αγγείο, σε Βάβρ.