συναπομαραίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539
(39)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ἀπομαραίνομαι]]<br />μαραίνομαι και μειώνομαι, ελαττώνομαι ώσπου να εκλείψω συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]] (α. «τοῡ τῆς ὥρας ἄνθους ἀπολείποντος ἀνάγκην καὶ τὴν φιλίαν συναπομαραίνεσθαι», Ξεν<br />β. «ταῑς τῶν σωμάτων ῥώμαις συναπομαραίνεσθαι δοκοῡσιν», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=Α [[ἀπομαραίνομαι]]<br />μαραίνομαι και μειώνομαι, ελαττώνομαι ώσπου να εκλείψω συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]] (α. «τοῡ τῆς ὥρας ἄνθους ἀπολείποντος ἀνάγκην καὶ τὴν φιλίαν συναπομαραίνεσθαι», Ξεν<br />β. «ταῑς τῶν σωμάτων ῥώμαις συναπομαραίνεσθαι δοκοῡσιν», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''συναπομᾰραίνομαι:''' Παθ., μαραίνομαι και [[πεθαίνω]] μαζί, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 01:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναπομᾰραίνομαι Medium diacritics: συναπομαραίνομαι Low diacritics: συναπομαραίνομαι Capitals: ΣΥΝΑΠΟΜΑΡΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: synapomaraínomai Transliteration B: synapomarainomai Transliteration C: synapomarainomai Beta Code: sunapomarai/nomai

English (LSJ)

Pass.,

   A fade away and die together, X.Smp.8.14; ταῖς τῶν σωμάτων ῥώμαις Plu.Phil.18; of the pulse, Gal.8.479, Paul.Aeg.2.11.23.

Greek (Liddell-Scott)

συναπομᾰραίνομαι: Παθ., μαραίνομαι καὶ ἐκλείπω ὁμοῦ, «τοῦ τῆς ὥρας ἄνθους ἀπολείποντος ἀνάγκη καὶ τὴν φιλίαν συναπομαραίνεσθαι» Ξεν. Συμπ. 8. 14· τινι Πλουτ. Φιλοπ. 18.

Greek Monolingual

Α ἀπομαραίνομαι
μαραίνομαι και μειώνομαι, ελαττώνομαι ώσπου να εκλείψω συγχρόνως με κάτι άλλο (α. «τοῡ τῆς ὥρας ἄνθους ἀπολείποντος ἀνάγκην καὶ τὴν φιλίαν συναπομαραίνεσθαι», Ξεν
β. «ταῑς τῶν σωμάτων ῥώμαις συναπομαραίνεσθαι δοκοῡσιν», Πλούτ.).

Greek Monolingual

Α ἀπομαραίνομαι
μαραίνομαι και μειώνομαι, ελαττώνομαι ώσπου να εκλείψω συγχρόνως με κάτι άλλο (α. «τοῡ τῆς ὥρας ἄνθους ἀπολείποντος ἀνάγκην καὶ τὴν φιλίαν συναπομαραίνεσθαι», Ξεν
β. «ταῑς τῶν σωμάτων ῥώμαις συναπομαραίνεσθαι δοκοῡσιν», Πλούτ.).

Greek Monotonic

συναπομᾰραίνομαι: Παθ., μαραίνομαι και πεθαίνω μαζί, σε Ξεν.