συναποκλίνω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Source
(39)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[αποκλίνω]] [[μαζί]] με άλλον («συναπέκλιναν δὲ... οἱ μὲν ἑκόντες», <b>Ιώσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀποκλίνω]] «[[κλίνω]], [[γέρνω]], [[στρέφω]] [[προς]] τα [[πίσω]], [[φεύγω]]»].
|mltxt=Α<br />[[αποκλίνω]] [[μαζί]] με άλλον («συναπέκλιναν δὲ... οἱ μὲν ἑκόντες», <b>Ιώσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀποκλίνω]] «[[κλίνω]], [[γέρνω]], [[στρέφω]] [[προς]] τα [[πίσω]], [[φεύγω]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''συναποκλίνω:''' (ῑ) одновременно склоняться (ἐπ᾽ [[ἀμφότερα]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 15:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναποκλίνω Medium diacritics: συναποκλίνω Low diacritics: συναποκλίνω Capitals: ΣΥΝΑΠΟΚΛΙΝΩ
Transliteration A: synapoklínō Transliteration B: synapoklinō Transliteration C: synapoklino Beta Code: sunapokli/nw

English (LSJ)

[ῑ],

   A turn aside together with, pf. Pass. -κέκλῐμαι Lib.Descr.22.5.    II intr., turn aside together, ἐπ' ἀμφότερα Plu.2.790e: abs., J.BJ1.24.2; ἡ δειρὴ τῷ παντὶ σ. προσώπῳ Lib.Descr.18.3.

German (Pape)

[Seite 1002] mit od. zugleich abbiegen, ablenken, auch intrans., mit abbiegen, abgehen, ἐπ' ἀμφότερα, Plut. an seni 12.

Greek (Liddell-Scott)

συναποκλίνω: [ῑ], ὁμοῦ μετά τινος ἀποκλίνω, ἀποστρέφω, παθ., ἡ δὲ οἱ δειρὴ τῷ παντὶ συναπεκλίνη προσώπῳ Λιβάν. 4. 1088, 14, κλπ. ΙΙ. ἀμεταβ., συναποκλίνων ἐπ’ ἀμφότερα Πλούτ. 2. 790Ε· ἀπολ., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 24, 2.

French (Bailly abrégé)

ao.2 Pass. συναπεκλίνην;
s’incliner ou pencher en même temps.
Étymologie: σύν, ἀποκλίνω.

Greek Monolingual

Α
αποκλίνω μαζί με άλλον («συναπέκλιναν δὲ... οἱ μὲν ἑκόντες», Ιώσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀποκλίνω «κλίνω, γέρνω, στρέφω προς τα πίσω, φεύγω»].

Greek Monolingual

Α
αποκλίνω μαζί με άλλον («συναπέκλιναν δὲ... οἱ μὲν ἑκόντες», Ιώσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀποκλίνω «κλίνω, γέρνω, στρέφω προς τα πίσω, φεύγω»].

Russian (Dvoretsky)

συναποκλίνω: (ῑ) одновременно склоняться (ἐπ᾽ ἀμφότερα Plut.).