συνδιασκέπτομαι: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
(39)
(nl)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[διασκέπτομαι]] από κοινού, [[συσκέπτομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διασκέπτομαι]] «[[μελετώ]] με [[προσοχή]]»].
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[διασκέπτομαι]] από κοινού, [[συσκέπτομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διασκέπτομαι]] «[[μελετώ]] με [[προσοχή]]»].
}}
{{elnl
|elnltext=συν-διασκέπτομαι samen helemaal beschouwen of onderzoeken.
}}
}}

Revision as of 10:12, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1008] dep. med., = Folgdm, aor., Plat. Prot. 349 b u. Sp., wie Hierocl. bei Stob. Flor. 67, 24.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
διασκέπτομαι από κοινού, συσκέπτομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διασκέπτομαι «μελετώ με προσοχή»].

Greek Monolingual

ΝΜΑ
διασκέπτομαι από κοινού, συσκέπτομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διασκέπτομαι «μελετώ με προσοχή»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-διασκέπτομαι samen helemaal beschouwen of onderzoeken.