τειχισμός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[τειχίζω]]<br />[[ανέγερση]] τείχους, [[τείχιση]].
|mltxt=ὁ, Α [[τειχίζω]]<br />[[ανέγερση]] τείχους, [[τείχιση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τειχισμός:''' ὁ, = [[τείχισις]], σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 02:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τειχισμός Medium diacritics: τειχισμός Low diacritics: τειχισμός Capitals: ΤΕΙΧΙΣΜΟΣ
Transliteration A: teichismós Transliteration B: teichismos Transliteration C: teichismos Beta Code: teixismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A = τείχισις, Th.5.82, 6.44, etc.

German (Pape)

[Seite 1081] ὁ, = τείχισις; Thuc. 5, 82. 6, 44, Pol. 5, 93, 5.

Greek (Liddell-Scott)

τειχισμός: ὁ, = τείχισις, Θουκ. 5. 82., 6. 44, Δημ. 325, 23, Πολύβ. 5. 93, 5, κλπ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 3.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. τείχισις.
Étymologie: τειχίζω.

Greek Monolingual

ὁ, Α τειχίζω
ανέγερση τείχους, τείχιση.

Greek Monotonic

τειχισμός: ὁ, = τείχισις, σε Θουκ.