τριαύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
(41)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-αύλακος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που έχει [[τρεις]] αύλακες και [[τρεις]] προεξοχές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[αὖλαξ]], -<i>ακος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>αῦλαξ</i>)].
|mltxt=-αύλακος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που έχει [[τρεις]] αύλακες και [[τρεις]] προεξοχές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[αὖλαξ]], -<i>ακος</i> ([[πρβλ]]. [[πολυαῦλαξ]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:45, 11 May 2023

Greek Monolingual

-αύλακος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει τρεις αύλακες και τρεις προεξοχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + αὖλαξ, -ακος (πρβλ. πολυαῦλαξ)].